Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

17η Νοέμβρη

«Μαμά ζούσες εσύ όταν έγινε το Πολυτεχνείο; Το θυμάσαι;» Αμάν ερώτηση… ειπωμένη με τόνους θαυμασμού, σα να σε ρωτάνε «όταν ήσουνα μικρή έκανες παρέα με δεινόσαυρους;», ή «τον είχες γνωρίσει τον Κολοκοτρώνη;»…

Φυσικά και ζούσα! Φυσικά και θυμάμαι! Ημουν 8 χρόνων, και ένιωθα τα πράγματα γύρω μου πολύ έντονα, ζούσα σε μία αρκετά πολιτικοποιημένη «δημοκρατική» οικογένεια, που άκουγε πολύ ραδιόφωνο, συζητούσε διακαώς για την πολιτική, και άκουγε «απαγορευμένα» τραγούδια. Μεγάλωσα με Θεοδωράκη και Σαββόπουλο, με μόνιμη την παραίνεση στ’ αυτιά μου «μην τα τραγουδάς αυτά έξω από το σπίτι μας, γιατί…» Βέβαια εγώ παρασυρόμουν, και όταν την πρώτη ημέρα της πρώτης δημοτικού (1972) μας είπε η δασκάλα να τραγουδήσουμε το αγαπημένο μας τραγουδάκι, εγώ περιχαρής σήκωσα το χέρι μου και είπα το «ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή»… και η δασκάλα κοκκίνισε, με ευχαρίστησε γρήγορα-γρήγορα, και ασχολήθηκε με το διπλανό παιδάκι!!!

Η ημέρα – ή μάλλον οι ημέρες – της εξέγερσης του Πολυτεχνείου έχουν εγγραφεί βαθιά μέσα μου, και όταν έρχεται Νοέμβριος σαν να χτυπάει μέσα μου ένα παράξενο καμπανάκι, που φέρνει μνήμες. Όχι μόνο παιδικές, του «τόοοτε», αλλά και μετά, τις πρώτες πορείες στην εφηβεία μου, όταν δεν ήταν επίσημη σχολική γιορτή και κάναμε αποχή, και η τάξη μάζευε λεφτά για να αγοράσει λουλούδια για να πάμε στο Πολυτεχνείο, «κρυφά» κάποιοι από τους γονείς μας. Θυμάμαι αφιερώματα εφημερίδων, κουβέντες φίλων μεγαλύτερων, συζητήσεις επί συζητήσεων, αναμνήσεις διαφόρων γνωστών που η κάθε μία συνέθετε μέσα μου πιο ολοκληρωμένο το παζλ της εικόνας … Μετά ήρθε η οργάνωση (η γνωστή, η «τρομοκρατική») που στο όνομα της δημοκρατίας και της «ταξικής πάλης» σκότωνε ανθρώπους, κάτι που ενώ θεωρητικά μπορεί να με έβρισκε έως και σύμφωνη, ηθικά όμως δεν το σήκωνε η ψυχή μου, μια που πάντα πίστευα ότι η ζωή και ο θάνατος δεν είναι αρμοδιότητα των ανθρώπων…

Μετά το όλο πράγμα ξέφυγε, και η πορεία μετατράπηκε σε άλλοθι τυφλής καταστροφικότητας, καθιερώθηκε σαν επίσημη αργία στα σχολεία (σαν την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου ένα πράγμα, μόνο που δεν ζητείται από τα παιδιά να φοράνε εθνικές στολές!) με τις γνωστές συνέπειες. Δεν ήθελα πια να βρίσκομαι στην Αθήνα, ούτε να πλησιάζω το κέντρο στις 17 του Νοέμβρη. Μία χρονιά μάλιστα το έσκασα τελευταία στιγμή και πήγα να μείνω στη Μονή Οσίου Λουκά τις ημέρες εκείνες – μακριά από κραυγές, φωτιές, κενά συνθήματα, και ΜΜΕ – με τις μπογιές και τα πινέλα μου. Και πάλι, οι εμπειρίες που έζησα εκεί χαράχτηκαν μέσα μου… (αλλά αυτή είναι μία άλλη πλέον ιστορία).

Και φτάνουμε στην επίμαχη 17η Νοέμβρη, πριν 11 χρόνια… Μόνη στο σπίτι με τη μικρούλα μου κόρη, αλλά δεν έχω διάθεση να παίξω. Πονάει η μέση μου και η ψυχή μου, και δυσκολεύομαι να σηκωθώ από το κρεββάτι. Η μικρή μόνη της στο σαλόνι τραγουδάει κάτι μάλλον λυπητερό, δικό της. Απόηχοι της επικαιρότητας φτάνουν στη συνειδητότητά μου, ότι δηλαδή η πορεία του Πολυτεχνείου «αναβλήθηκε» επειδή ήρθε ο Κλίντον στην Αθήνα, για να του δείξουμε το «καλό πρόσωπο» της Αθήνας (τι ειρωνεία, θεέ μου!) Σε δύο εβδομάδες, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, θα γεννούσα τη δεύτερη κόρη μου, και μία από τις αγωνίες μου ήταν τι θα γινόταν με τη «μεγάλη», που μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε κοιμηθεί ποτέ μακριά μου. Συνεννοήθηκα, λοιπόν, με τα πεθερικά μου να την πάρουν μία μέρα και μία νύχτα δοκιμαστικά στο σπίτι τους, να δούμε πώς θα αντιδράσει, πώς θα το πάρει, σαν πείραμα, σαν πρόβα τζενεράλε για τις ημέρες που θα γεννούσα… Ηρθαν οι άνθρωποι αργά το πρωί, η μικρή έφυγε μαζί τους μάλλον θλιμμένη, κι εγώ έμεινα στο κρεββάτι με τους πόνους μου. Θυμάμαι την παρατεταμένη μοναξιά και τη θλίψη εκείνης της ημέρας (ο τότε σύζυγος έλειπε για δουλειά και θα γυρνούσε αργά το απόγευμα) και τις προσπάθειες να βολευτώ κάπως στο κρεββάτι μήπως και με πάρει ο ύπνος (που ήταν πάντα το ισχυρότερο αναλγητικό ψυχής και σώματος για μένα). Πήρα τηλέφωνο τη γιατρό μου, και μου σύστησε να πάρω μία άρνικα, βασιζόμενη στην περιγραφή μου του πόνου. Ο πατέρας μου (παρά τη δυσπιστία του σε οτιδήποτε εναλλακτικό) μου έφερε μία κάψουλα, αλλά δεν βοήθησε. Όταν πλέον γύρισε ο σύζυγος αποφασίσαμε να πάμε να δούμε τη γιατρό μου, η οποία μας είπε ότι επειδή ήταν στο μαιευτήριο, και το μαιευτήριο ήταν πιο κοντά στο σπίτι μας από το ιατρείο της, να πάμε κατευθείαν εκεί να με εξετάσει. Η Παπανικολή είχε απίστευτη κίνηση και ψιλόβρεχε.

Φτάσαμε, και με πήγε κατευθείαν στον υπέρηχο. «Ατακτη η μικρούλα», μου είπε. «Αν είναι αυτό που νομίζω, μας φυλάει μία έκπληξη απόψε». Το μαντέψατε… Οι πόνοι ήταν ωδίνες τοκετού χαμηλής έντασης, κι εγώ ήμουν ήδη εξαντλημένη σωματικά και ψυχικά. Και μετά από συσκεψούλα μισής ώρας αποφασίσαμε ομόφωνα και οι τέσσερεις (εγώ, ο σύζυγος, η γιατρός, και η μαία) χωρίς την σύμφωνη γνώμη της κυοφορούμενης ενδιαφερόμενης, να πάμε για καισαρική.

Ηταν μάλλον η πιο ευχάριστη γέννα της ζωής μου: με μία ευαίσθητη και σούπερ αναισθησιολόγο, με μία υπέροχη γιατρό, με μία σίγουρη και στιβαρή μαία, και με έναν βοηθό χειρουργείου που τραγουδούσε «δυό πράσινα μάτια με μπλέ βλεφαρίδες», «μια ωραία πεταλούδα» και κάτι άλλα ποδοσφαιρικά… με την επισκληρίδιο ήμουν εναργής και παρούσα σε όλα τα τεκταινόμενα του χειρουργείου, και με το που βγήκε το μωρό το είδα και η μαία το έβαλε στην αγκαλιά μου. Απίστευτη συγκίνηση ανάμεσα σε όλους μας. Δάκρυσα. Εξυπνο πλάσμα, βρήκε αμέσως τη θηλή και άρχισε να θηλάζει, την ώρα που η γιατρός με τους βοηθούς της έκαναν υψηλή ραπτική στην κοιλιά μου. Κάποια στιγμή την κοίταξα πάνω από το σεντόνι παραβάν: το πρόσωπό της ήταν απίστευτα σοβαρό και συγκεντρωμένο – μέχρι σήμερα δεν έχω ξαναδεί τέτοια συγκέντρωση σε πρόσωπο – ολότελα δοσμένο σε αυτό που έκανε. Ενιωσα ευγνωμοσύνη και σιγουριά. Και πάλι μία βαθειά συγκίνηση. Η εγχείριση τελείωσε, και ήρθε η ώρα να πάω στην περίφημη «αίθουσα ανάνηψης», μία κρύα αίθουσα με φώτα φθορισμού όπου παρκάρονται οι γυναίκες μετά τον τοκετό τους πριν μεταφερθούν στο δωμάτιο. Φρικτός χώρος, εφιαλτικός, που σε χωρίζουν από το μωρό που μόλις βγήκε από μέσα σου, και συνήθως υπάρχουν κάμποσες γυναίκες με την ίδια ψυχική σύγχυση, φοβισμένες, πονεμένες... Εκείνο το βράδυ ήμουν μόνη, ευτυχώς. Δεν πέρασαν τρία λεπτά και μπαίνει μέσα η γιατρός μου με συνωμοτικό ύφος, κρατώντας ένα μπογαλάκι. Το ξετυλίγει, και μου το δίνει – το μωρό! Τους την έκλεψα, μου λέει, νομίζω πως πεινάει και σε θέλει. Σαν φυσιολογικό μωρό, προσθέτει. Ανασηκώθηκα και τη θήλασα για λίγο. Η γιατρός έκατσε μαζί μου για παρέα μέχρι που κάποιος ήρθε και είπε ότι είχε έρθει η ώρα να ανέβω στο δωμάτιο και ότι έψαχναν το μωρό (!!!). Μου έκλεισε το μάτι, πήρε τη μικρή, κι έφυγε.

Ανέβηκα στο δωμάτιο χαρούμενη και χαλαρή. Κοιμήθηκα γλυκά, και ξύπνησα με τη μικρούλα στο στήθος μου. Υπήρχε ρητή εντολή κάθε φορά που ξυπνούσε να μου την φέρνουν να τη θηλάσω – δεν χρειάστηκε να δώσω ξανά την ίδια μάχη, εδώ είχα ισχυρούς συμμάχους: εντολή γιατρού, και τα σκυλιά δεμένα. Η νεαρά ήταν ήρεμη, ψηλή και λεπτή, μαυρομαλλούσα. Κάποιος επισκέπτης ρώτησε την κλασσική ερώτηση «σε ποιόν μοιάζει». Δεν μου έμοιαζε με κανέναν της οικογένειας, αλλά μου θύμιζε κάτι άλλο: «σε έναν αρχαίο κινέζο φιλόσοφο» του απάντησα (και δεν χρειάζεται να σας πω πώς με κοίταξε!)

Στο μεταξύ η Αθήνα καιγόταν, επ’ αφορμή του αμερικανού προέδρου - βρήκε τη μέρα κι αυτός ο χριστιανός να κάνει επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα (ως γνωστόν οι αμερικάνοι είναι και ολίγον ανιστόρητοι)! Οπότε χάθηκε η ευκαιρία να «φανεί το καλό μας πρόσωπο» (όποιο κι αν ήταν αυτό) στον ξένο επισκέπτη. Ηταν η μέρα Τρίτη, και η πορεία μετατέθηκε για το Σαββατοκύριακο. ..

Ετσι η 17η Νοέμβρη γιορτάζεται πλέον στο σπίτι μας με τούρτες, φίλους, και κεράκια. Και οι μεγαλύτεροι εδωμέσα αναρωτιόμαστε «τι θα γίνει όταν μεγαλώσει» αυτό το παιδί – που συνελήφθη την Ημέρα της Γυναίκας και γεννήθηκε την Ημέρα του Πολυτεχνείου, με μία αύρα υπόπτου χρώματος: ίντιγκο, τουτέστιν λουλακί…

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

"Μαμά, φτάνει πια η παπαγαλία!"

Είναι ο τίτλος ενός βιβλίου που τράβηξε το μάτι μου πρόσφατα, και το αγόρασα, και το διάβασα μονορούφι! Ο συγγραφέας του, Δημήτρης Σφακιανάκης, είναι ένας από εκείνους τους έξυπνους και συνειδητοποιημένους εκπαιδευτικούς, που εστιάζεται στο νούμερο ένα (κατ’ εμέ) πρόβλημα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος: την αποστήθιση.

Το διάβασα κι ενθουσιάστηκα. Οχι επειδή μου είπε κάτι καινούργιο, αλλά επειδή λέει αυτό που χρόνια (από μαθήτρια!) θεωρώ απολύτως αυτονόητο, και αναρωτιέμαι γιατί είμαι η μοναδική που το στηλιτεύει κάθε τόσο σε γνωστούς, φίλους, συναδέλφους, ακόμα και σε αγνώστους στο λεωφορείο, γενομένης συζητήσεως! Τώρα πια, στο δημοτικό (όπου φοιτούν δύο από τα παιδιά μου) οι δάσκαλοι αρνούνται ότι ζητούν το μάθημα «απέξω». Αρνούνται, είναι μια κουβέντα, βέβαια. Το παιδί που λέει «απέξω» το μάθημα πάντα επιβραβεύεται έναντι του παιδιού που «κομπιάζει» ή λέει «λιγότερα»…

Πριν λίγες μέρες είπα να ρωτήσω τη μικρή μου κόρη (έκτη δημοτικού, αισίως) τι είχαν στην ιστορία. Δεν είχα σκοπό ούτε το βιβλίο της να ανοίξω, ούτε να την ελέγξω, ήθελα απλά να δω τη δική της στάση απέναντι στο μάθημα. Ο χαρακτήρας της είναι τέτοιος που δεν θα της επέτρεπε να πάει «αδιάβαστη» σχολείο, οπότε το θέμα δεν ήταν εάν είχε διαβάσει ή όχι – αναρωτιόμουν όμως πώς «καθόταν» μέσα της το συγκεκριμένο μάθημα. Κατά καιρούς κάνω τέτοιες συζητήσεις με τα παιδιά, ακριβώς για να ανιχνεύσω ενδιαφέροντα, αρέσκειες και απαρέσκειες, δυσκολίες, σχέσεις με βιβλία και δασκάλες…

Η «αθώα» μου ερώτηση άνοιξε ένα κουτί τύπου Πανδώρας. «Α, μαμά, το έμαθα τέλεια. Δυό παραγράφους είχαμε! Να στις πω;» Ανυποψίαστη, εγώ, λέω ναι. Και αρχίζει. «Οι σκλαβωμένοι Ελληνες… μπλά, μπλά, μπλά…» Κανονική απαγγελία πεζού, σε κάποιες φράσεις μάλιστα μου θύμισε παπά που μουρμουρίζει και τρώει μερικές συλλαβές από τα «κύριε ελέησον» του. Για κάποιο λόγο ένιωσα σαν να με χαστούκισε. Ζήτησα συγγνώμη και τη διέκοψα. Τι σημαίνει σκλαβωμένοι; Τη ρωτάω. Από ποιόν σκλαβώθηκαν; Για πόσον καιρό; Πότε έγιναν όλα αυτά; Δεν θα επαναλάβω τις απαντήσεις… Με σόκαρε η ασάφεια και η σύγχυση σχετικά με τα ιστορικά γεγονότα και τις έννοιες, η έλλειψη αίσθησης του ιστορικού χρόνου, τελικά μάλλον με σόκαρε η παπαγαλία και η έλλειψη ουσιαστικής κατανόησης αυτών που διάβαζε.

Μετά από ερωτήσεις ολίγον «μαιευτικές» και «ιντριγκαριστικές» (πρέπει να πέρασε τουλάχιστον μία ώρα συζητώντας τις περίφημες «δύο παραγράφους») καταφέραμε να καταλάβει τα πώς, πότε, και για πόσο της επικράτησης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην περιοχή που σήμερα ονομάζουμε Ελλάδα, το τι σήμαινε αυτό για τους Ελληνες που ζούσαν υπό τον Οθωμανικό ζυγό… Αναγκάστηκα φυσικά να ανοίξω και το βιβλίο της, να δω τι λέει, να της συνδέσω όλα αυτά που λέγαμε και με το σχολικό της βιβλίο… Μπρρρ… Άλλο σοκ. Μου φάνηκε σαν άλλο ένα βιβλίο γραμμένο από μεγάλους για μεγάλους, περίεργα αποσπασματικό, ένα βιβλίο που θα ήταν υπέροχο εάν ήταν απλά βοηθητικό για το δάσκαλο ή τον μαθητή που θα ήθελε να εντρυφήσει περισσότερο στην ιστορία… Αυτή ήταν η εντύπωσή μου, και μπορεί να κάνω λάθος, φυσικά. Για να είμαι δίκαιη, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να το πάρω να το διαβάσω μέσα στο Σαββατοκύριακο!

Το ζήτημα είναι ότι το παιδί μου βρήκε τον τρόπο της παπαγαλίας να «μαθαίνει» το μάθημα που δεν την ενδιέφερε (γιατί δεν την ενδιέφερε, άραγε; Ρωτάω εγώ… γιατί όταν ξεκίνησα να της λέω για τα χαμάμ, τα ρούχα, τα μεγάλα πανηγύρια, τους παραμυθάδες και τους πραματευτάδες που ταξίδευαν σε καραβάνια, τέντωσε τ’ αυτάκια της και μ’ άκουγε με ανοιχτό το στόμα!) και να «ξεμπερδεύει» μ’ αυτό… Ηξερε πολύ καλά ότι δεν επρόκειτο για «μάθηση», γιατί ξεχνούσε τα πάντα μία-δύο μέρες αργότερα, αλλά σκασίλα της. Κανείς δεν είχε φροντίσει να της εμπνεύσει το ενδιαφέρον ή την αγάπη για το συγκεκριμένο μάθημα… Της απέσπασα την υπόσχεση ότι όταν κάτι της φαίνεται πολύ βαρετό ή ανούσιο, να έρχεται να μου το λέει, μήπως και βρούμε έστω και ένα ψήγμα ενδιαφέροντος μαζί… Γιατί το μυαλό το κακοποιούμε όταν το βάζουμε να κάνει το φωτοτυπικό μηχάνημα μαθαίνοντας παπαγαλία, απέξω, από στήθους το μάθημά μας. Και τη διαβεβαίωσα ότι δεν με ενδιαφέρει εάν παίρνει καλούς ή κακούς βαθμούς, αρκεί να βάζει το μυαλό της να δουλεύει, αρκεί να μαθαίνει… Η αγκαλιά που μου έδωσε το βράδυ εκείνο άξιζε όλα τα 20 και τα «άριστα» όλου του κόσμου.

Εγώ υπήρξα μάλλον θύμα του συστήματος – με την έννοια ότι δεν είχα ποτέ την ικανότητα της αποστήθισης (μόνο τα έμμετρα μπορούσα να αποστηθίσω, αλλά και αυτά ποτέ «μηχανικά»), και έτσι δεν είχα ποτέ μου καλούς βαθμούς. Εγραψα σε προηγούμενη ανάρτηση ότι στις πανελλήνιες του 1982 είχα γράψει 5,5 στην Ιστορία – ο λόγος ήταν ότι παρότι είχα απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις εκτενώς (και σωστά!), τα είχα γράψει με δικά μου λόγια… Παρότι δεν ήμουν η πιο επιμελής μαθήτρια, η μνήμη μου συχνά εκπλήσσει, και μέχρι σήμερα θυμάμαι τα αρχαία και τα λατινικά και την ιστορία και τη γεωγραφία και τη λογοτεχνία που κάναμε στο σχολείο, ποτέ δεν είχα καταφέρει να βγάλω πάνω από 15,5 μέσο όρο. Και παρότι δεν κατάφερα να μπω σε ελληνικό πανεπιστήμιο, τελείωσα με άριστα μία «δύσκολη» σχολή ενός «καλού» ξένου πανεπιστημίου, όπου μπήκα με τις εξετάσεις που έδιναν οι ντόπιοι…

Αυτά θυμήθηκα καθώς διάβαζα το εξαιρετικό αυτό βιβλιαράκι. Αυτά θέλω να θυμάμαι όταν με πιάνει η ανασφάλεια του «τι θα γίνουν τα παιδιά μου που δεν διαβάζουν», και μπαίνω τόσο συχνά στον πειρασμό να κάνω κηρύγματα περί μελέτης και επιμέλειας, κτλ κτλ. Σκέφτομαι να πάρω δώρο το βιβλιαράκι αυτό στους δασκάλους των παιδιών μου. Κάποιοι, νομίζω, θα το διαβάσουν και θα νιώσουν να απελευθερώνονται. Κάποιοι ίσως το πάρουν στραβά, σαν έμμεση κατηγόρια. Κάποιοι θα το διαβάσουν και θα πουν, καλά τα λέει, εμείς όμως έχουμε να βγάλουμε την ύλη (και μαύρο φίδι πού ‘φαγε το δάσκαλο που δεν κατάφερε να βγάλει την ύλη, και τους μαθητές του που «έμειναν πίσω»…) Εγώ πάντως θα δοκιμάσω τη μικρή αυτή επένδυση, και ότι πιάσει!