Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Το μεγαλύτερο σκάνδαλο στην Ελλάδα

...είναι η κλοπή της παιδικής ηλικίας.

Ισως να κλέβουμε την παιδική ηλικία των παιδιών μας επειδή μας την έκλεψαν κι εμάς, αλλά τι σημασία έχει; Επειδή κολλήσαμε εμείς μία ασθένεια πρέπει να την κολλήσει και ο διπλανός μας;

Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω ελάχιστους ισορροπημένους και ευτυχισμένους ενήλικες. Δεν λέω, όλοι έχουμε τις ώρες και τις μέρες που μελαγχολούμε, και πενθούμε, και οργιζόμαστε και δυσκολευόμαστε. Ετσι είναι η ζωή. Πώς το διαχειριζόμαστε όλο αυτό, όμως, εκεί παίζεται το παιχνίδι.

Όταν στερούμαστε την παιδική μας ηλικία, δεν μπορεί, κάπου θα μας βγεί! Θα μείνει μέσα μας ένα κενό, κι επειδή στη φύση κενό δεν νοείται, με κάτι θα σπεύσουμε να το γεμίσουμε – όχι απαραίτητα συνειδητά, υποσυνείδητα γίνονται συνήθως αυτές οι δουλειές. Κάπου θα σκαλώνουμε στην υπόλοιπη ζωή μας – όπως όταν έχεις κενά στα μαθηματικά ή στα αρχαία, που αν δεν τα αναπληρώσεις, ποτέ δεν θα μπορέσεις ουσιαστικά να προχωρήσεις, και το κενό θα συσσωρεύεται και θα μεγαλώνει μέχρι να το αντιμετωπίσεις. Αλλοι γεμίζουν το κενό τους με τα υλικά αποκτήματα – κόττερα, αυτοκίνητα, σπίτια, χρυσό στην Ελβετία, ότι μπορεί κανείς. Αλλοι με τίτλους – πρόσφατα βρέθηκα σε κοινωνική εκδήλωση όπου μοιράζονταν απίστευτοι τίτλοι και παράσημα: ο μέγας λογοθέτης, ο άρχων χαρτουλάριος, ο ύπατος άρχων, ο άρχων χαρτοφύλαξ, ο μέγας ταξιάρχης του αγίου τάδε… Αλλοι γεμίζουν το κενό με κοινωνική αναγνώριση, άλλοι με την προσκόλληση σε έναν τρόπο ζωής, άλλοι φλερτάρουν με το θάνατο (παρακινδυνευμένα σπόρ, πολεμικοί ανταποκριτές…) Ολοι μας κάτι βρίσκουμε. Και άμα δεν βρούμε κάτι τέτοιο, ή αν το κενό είναι μεγάλο, και δεν μας φτάνει η επιλογή μας, κάνουμε παιδιά!

Νόμιζα ότι υπήρξα άτυχη στο ότι η παιδική και εφηβική μου ηλικία ήταν χρωματισμένες από την φιλοδοξία των γονιών μου «να αριστεύσω», με ότι αυτό σήμαινε. Ηταν περήφανοι για μένα όταν έφερνα μεγάλους βαθμούς, ήταν περήφανοι για μένα όταν τελείωσα το πανεπιστήμιο επίσης με «καλό βαθμό». Τώρα βλέπω τα νέα παιδιά στο λύκειο που ζουν μεταξύ σπιτιού φροντιστηρίου και σχολείου, με πολύ μεγαλύτερο άγχος από ότι είχα εγώ (που ήμουν αμετανόητα αντιδραστική και "πνεύμα αντιλογίας"), έχοντας «αφήσει γι αργότερα» τις αγάπες τους: τη μουσική, τη ζωγραφική, τις παρέες, την ενασχόληση με τα κοινά… Εγώ άφησα πίσω το χορό. Και είναι όπως το λέει ο Χρ. Ιωαννίδης στο βίντεο – μερικά πράγματα πρέπει να γίνουν τότε που πρέπει. Αργότερα δεν γίνονται. Γιατί - απλά δεν γίνονται. Γιατί η ζωή κυλά με τις δικές της ανάγκες, ροές, και συγκυρίες. Όπως λέει ένα αγγλικό ρητό, ο χρόνος και η παλίρροια δεν περιμένουν κανέναν!

Παρατηρώ τα παιδιά μου όταν βαριούνται. Βαριούνται το σχολείο, τα σχολικά πράγματα. Καμιά φορά, παίρνει η μπάλλα και κάτι που κάτω από άλλες συνθήκες θα το έβρισκαν ενδιαφέρον, αλλά επειδή δίνεται μέσα από το σχολείο (που το έχουν κατατάξει μέσα τους ως «βαρετό») το απορρίπτουν εκ προοιμίου. Βαριούνται τον διδακτισμό όπου τον βρουν, όσο καλά κρυμμένος και να είναι… Κι εγώ ως παιδί τον βαριόμουν, αλλά ιδού, τον αναπαράγω κι εγώ ασυνείδητα πολλές φορές! Τι είναι η βαρεμάρα; Ένα βάρος. Ένα «θα ήθελα να ήμουν αλλού να κάνω άλλα πράγματα». Ένα διαρκές ταξίδι από το παρελθόν στο μέλλον, χωρίς στάση στο «ανιαρό» παρόν. Αυτή είναι μία νοοτροπία που διαμορφώνεται στο δημοτικό, και στο γυμνάσιο έχει ήδη παγιωθεί. Ολοι οι φιλόσοφοι, όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι, οι μύστες της ανθρωπότητα λένε «ζήσε στο παρόν», «έσο παρών στο παρόν». Κάποιοι από μας τους μεγάλους περνάνε χρόνια σε φιλοσοφικές σχολές, σε σεμινάρια αυτοβελτίωσης, σε σχολές πολεμικών τεχνών, ή στο ντιβάνι του αναλυτή, για να μάθουμε να μπορούμε να ζούμε «τη στιγμή»… Κάτι που ως παιδιά δεν χρειαζόμαστε κανέναν να μας το διδάξει, το κάναμε από μόνοι μας! Αλλά παρενέβησαν οι «μεγάλοι» και το εκπαιδευτικό τους σύστημα, και το ξεχάσαμε! Χάσαμε την επαφή μας με το παρόν. Κάποιοι από μας έχουμε χάσει την επαφή με το τι θέλουμε, τι μας ευχαριστεί, τι μας γεμίζει… Και ιδού πώς έρχονται οι καταθλίψεις (ίσως όχι όλες, αλλά είναι μία σίγουρη και αλάθητη οδός!) Αυτό θέλουμε και για τα παιδιά μας;

Το βίντεο αυτό όταν το είδα προ ημερών μου έφτιαξε τη μέρα. Νιώθω πάντα ευγνώμων όταν ανάβει φως μες στο σκοτάδι!



Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Μια μέρα χωρίς ρεύμα

Όπως έγραφα σε προηγούμενη ανάρτηση, δεν έγινε ακόμα η καταιγίδα που θα αφήσει ανέπαφο το ηλεκτρικό μας!

Βράδυ Καθαράς Δευτέρας προς Τρίτη ο άνεμος άρχισε να λυσσομανάει από νωρίς. Η κακοκαιρία που προβλεπόταν. Στα κρεββάτια μας από νωρίς, μια που την επομένη είχε βάρβαρο πρωινό ξύπνημα, οι μεγάλοι δεν κλείσαμε μάτι. Σφύριζε άγρια ο αέρας, έτριζε, ακούγονταν παράξενοι τρομακτικοί κρότοι, κι ευχόμουν τα παιδιά να κοιμούνται για να μην τρομάζουν. Σκληρή παγωμένη βροχή που εναλλασσόταν με χιόνι, κι αέρας, αέρας βίαιος, καταιγιστικός. Αυτό είναι καταιγίδα, σκεφτόμουν. Είχαμε δει στο δελτίο καιρού ότι θα χιόνιζε, ότι θα το ‘στρωνε, και τα παιδιά περίμεναν με αγωνία, αλλά πριν κοιμηθούν τα πράγματα ήταν απογοητευτικά εξαιτίας της βροχής… Χιονίζει, χιονίζει, έλεγαν πού και πού, κοιτώντας νιφάδες και σταγόνες ανάκατα στα φώτα του δρόμου. Εμένα δεν μου αρέσει έτσι, είπε ο καλικάντζαρος – εμένα μου αρέσει όταν χορεύουν οι νιφάδες! Οι γάτες μας ζήτησαν να βγούν έξω. Με βαριά καρδιά τις αφήσαμε.

Ο ύπνος ήταν αγχώδης. Οι βραδινές καταιγίδες με κάνουν και σκέφτομαι τους άστεγους, τους μοναχικούς διαβάτες, τα αδέσποτα, τους χωρίς θέρμανση, τους φυλακισμένους, τα μπουμπούκια ή τους καρπούς (ανάλογα την εποχή) που καταστρέφονται… Σκέφτομαι τα δέντρα που σπάνε, τα ζώα των δασών που ψάχνουν καταφύγιο… Σκέψεις που γενικώς δεν ευνοούν τον ύπνο. Ούτε ο σύντροφός μου κοιμόταν, το κατάλαβα. Δεν ήθελα όμως να μιλήσω, μήπως και είναι μεταξύ ύπνου και ξύπνιου και του χαλάσω κι εκείνου τον ύπνο (την επομένη μου εκμυστηρεύτηκε ότι σκεφτόταν ακριβώς τα ίδια!). Είχα και ανησυχία για τις γάτες μας… Πρέπει να με είχε πάρει ο ύπνος, όταν συνειδητοποίησα ένα φως. Σηκωθήκαμε και οι δύο. Ηταν το φωτάκι έκτακτης ανάγκης που είχαμε βάλει να φορτίζει στην πρίζα μας. Επεσε το ρεύμα, και ήταν 5 το πρωί. Τα παιδιά κοιμόνταν. Βγήκαμε στη βεράντα να φωνάξουμε τις γάτες, μα τίποτα. Αγωνία για τη Χουφτίτσα και τον Μακουήν. Η θύελλα κρατούσε γερά, τα δέντρα δεν χόρευαν αλλά χαστουκίζονταν από τον άνεμο και τη βροχή. Αποφασίσαμε να μη στείλουμε τα παιδιά σχολείο, κλείσαμε τα ξυπνητήρια και τα παντζούρια, και ξαναπέσαμε.

Ένα-ένα ξύπνησαν αργότερα τα παιδιά, διερωτώμενα γιατί δεν τα ξυπνήσαμε να πάνε σχολείο. Να πω την αλήθεια, δεν ξέρω γιατί δεν τα έστειλα. Ισως λειτούργησε το προστατευτικό ένστικτο της μαμάς, που σαν τρομαγμένο ζωάκι κάθεται στη ζεστή φωλιά όταν ξεσπάει καταιγίδα στο δάσος, δεν ξέρω. Βρίσκω μέσα μου κάτι τέτοια πράγματα, κατά καιρούς, που δεν επιδέχονται λογική εξήγηση, δεν «στέκουν» με το νου και τα δεδομένα της πραγματικότητας (θα μπορούσα να τα ντύσω ζεστά και να τα πάω σχολείο σαν κάθε μέρα, και τα τρία, όπως πήγαν και οι μισοί τους συμμαθητές ας πούμε). Τέλοσπάντων!

Πρώτο μέλημα ημών των μεγάλων, να δούμε τι γίνεται με τη ΔΕΗ, πότε θα έρθει το ηλεκτρικό. Η ΔΕΗ δεν απαντούσε, κανείς στη γειτονιά δεν φαινόταν να ξέρει τίποτα. Δεύτερο μέλημα, να φτιάξουμε πρωινό. Ανάψαμε το τζάκι. Τα σπίτια στους 5 ανέμους σαν το δικό μας κρυώνουν γρήγορα! Σχεδόν σε κάθε τι που έλεγαν ή ζητούσαν τα παιδιά είχαμε να αντιτάξουμε ‘δεν έχουμε ρεύμα’. Τελικά φάγαμε τη χτεσινή λαγάνα με βούτυρο, τυρί, και μέλι, αλλά χωρίς τίποτα ζεστό. Χωρίς ίντερνετ, υπολογιστή, ή τηλέφωνο (τα κινητά μας δεν είχαν και πολλή μπαταρία, το σταθερό ήταν στην πρίζα), και με εστία θερμότητας σε ένα δωμάτιο του σπιτιού, καθίσαμε όλοι μαζί – με τα βιβλία μας, κάποια παιχνίδια, κάποιες κουβέντες. Τα δυό μικρά ήθελαν κουβέντα και ομαδικό παιχνίδι, οι τρείς μεγάλοι ήθελαν να καθίσουν ήσυχα να διαβάσουν τα βιβλία τους (οι δύο) και να ζωγραφίσει (η μία). Τα δύο μικρά δεν τα έβρισκαν μεταξύ τους, δεν είχαν την παραμικρή διάθεση να παίξουν κάτι ήσυχο μαζί (περνούν φάση σύγκρουσης). Οι μεγάλοι δυσανασχετούσαμε, θέλαμε να βυθιστούμε ο καθένας στον κόσμο του… Κάποιος θα καταπιεζόταν, δεν γινόταν αλλιώς. Η γκρίνια γκρεμίζει κάστρα (και νεύρα). Κέρδισαν οι μικροί. Στο μεταξύ είχε έρθει η ώρα για φαϊ, αλλά το ρεύμα δεν φαινόταν πουθενά, και η ΔΕΗ δεν μας έκανε τη χάρη. Το τζάκι έκαιγε διαρκώς. Αποφάσισα να πάω στο τοπικό σούπερ-μάρκετ να πάρω γκαζάκι και άλλα χρειαζούμενα, και επί τη ευκαιρία να ρωτήσω ξανά στη γειτονιά τι συμβαίνει. Μπουφάν, σκουφί, γάντια, γαλότσες, κι ο αέρας να μη σταματάει να ξυρίζει. Στο σούπερ-μάρκετ τα μισά φώτα ήταν κλειστά.

Φάγαμε κοτόπουλο ψητό του σούπερ-μάρκετ, φέτα, ελιές, τυριά και λαγάνα μπροστά στη φωτιά. Μετά το φαγητό, άλλη μία βόλτα έξω με τον καλικάντζαρο, να βρούμε κανένα γείτονα να ρωτήσουμε (η ΔΕΗ ακόμα σε σιωπή). Αυτή τη φορά είμαστε τυχερές, και μάθαμε από άρτι αφιχθείσα γειτόνισσα ότι είχε πέσει ένας στύλος και η ΔΕΗ τον επισκεύαζε από νωρίς. Περίεργες, πήγαμε να δούμε. Το θέαμα απίστευτο. Ενας τσιμεντένιος στύλος κομμένος ψηλά, σαν οδοντογλυφίδα ή σαν σπίρτο, με όλο του τον οπλισμό να εξέχει σα γυμνά νεύρα, ένας καινούργιος δίπλα του μόλις να έχει στηθεί (το τσιμέντο δεν είχε πήξει ακόμα) και τα καλώδια του σπασμένου στύλου να τα συγκρατεί ένας γερανός της ΔΕΗ. Κατάλαβα ότι είχαμε μέλλον ακόμα, παρότι ο τεχνικός μας είπε ότι σε τρείς ώρες θα έχουμε πάλι ρεύμα…

Στο σπίτι όλη η οικογένεια μαζεμένη στο τζάκι. Δεν είχε τη γιορτινή ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων ή άλλων γιορτών, που μαζευόμαστε ‘για να είμαστε μαζί και να περάσουμε καλά’. Ηταν κάτι αλλιώτικο, μάλλον καταναγκαστικό, υπήρχε εκνευρισμός και βαρεμάρα. Εγώ συνέχισα να θέλω να ζωγραφίσω, αλλά αντ’ αυτού έφτιαξα τσάι στο νέο γκαζάκι. Η βιβλιοσκώληκας νεράιδα συνέχισε να θέλει να διαβάσει το βιβλίο της, και έριχνε τσαντισμένα βλέμματα τριγύρω. Ο σύντροφός μου έριχνε κλεφτές ματιές στις σημειώσεις του και παρατηρούσε τα τεκταινόμενα με βλέμμα ανεξιχνίαστο. Τα μικρά το χαβά τους. Να πούμε αστείες ιστορίες, να παίξουμε παιχνίδια ερωτήσεων, κάτι να κάνουμε όλοι μαζί πια!

Μετά από διαβουλεύσεις έριξα την ιδέα για αυτοκινητάδα – κάτι που δεν χαιρετίζεται με μεγάλο ενθουσιασμό από τα παιδιά μου γενικά. Μούγκρισαν, αλλά συμφώνησαν (η θέα του χιονιού είναι μέγα δέλεαρ). Βάλαμε ένα μεγάλο χλωρό ξύλο να καίει, και φύγαμε. Οι αλάνες και τα ξέφωτα της παλιάς Πεντέλης κάτασπρες και γεμάτες κόσμο που έπαιζε χιονοπόλεμο, και έφτιαχνε χιονάνθρωπους. Προσπαθώντας να βγούμε λιγάκι παραέξω, ο δρόμος ήταν κλειστός από την αστυνομία. Βρεθήκαμε σε ένα ωραίο αδιέξοδο, όμως. Βγήκαμε και παίξαμε μέχρι να παγώσουμε, και μετά βουρ πάλι μέσα στη ζέστη του αυτοκινήτου! Κάπου εκεί έπιασε επιτέλους ο καλός μου γραμμή στη ΔΕΗ. Στο γενικό τηλεφωνικό κέντρο έκτακτων αναγκών η τηλεφωνήτρια δεν ήταν ενημερωμένη για την περιοχή μας, μας διαβεβαίωσε όμως ότι μέχρι το βράδυ όλες οι βλάβες θα έχουν αποκατασταθεί! Τι ώρα, άραγε, να ήταν «το βράδυ», αναρωτηθήκαμε. Στο μεταξύ φτάσαμε πάλι σπίτι και ζεστάναμε παγωμένα χεράκια και ποδαράκια, και πάλι κουρνιάσαμε στη φωτιά. Το φως είχε πλέον πέσει. Ανάψαμε κεριά, λάμπες με μπαταρίες (του ικέα) τη λάμπα εκτάκτου ανάγκης, φαναράκια διάφορα που τα ανάβουμε συνήθως τα βράδια του καλοκαιριού… Το υπόλοιπο σπίτι όλο και κρύωνε.

Άλλη μια βόλτα να δούμε την πορεία των εργασιών στον πεσμένο στύλο. Δυό άνθρωποι ήταν ανεβασμένοι ψηλά και κάτι στερέωναν. Ητανε συναρπαστικό να βλέπεις το προσεκτικό κατέβασμά τους από τα ύψη. Με το απίστευτο κρύο αυτοί οι άνθρωποι δούλευαν άλλοι ψηλά στον αέρα που ξύριζε, άλλοι κάτω στις λάσπες και στα σίδερα. Ενιωσα θαυμασμό και ευγνωμοσύνη συγχρόνως. Το φορτίο του στύλου σε καλώδια και ασφάλειες είχε μεταφερθεί από το γερανό επάνω στον καινούργιο στύλο, και τέλειωναν (έτσι μου φάνηκε) οι τελευταίες τεχνικές λεπτομέρειες. Πλάι μας μαζεύτηκε ο ανδρικός πληθυσμός της γειτονιάς, μη έχοντας κι αυτοί τι να κάνουν, ανησυχώντας για το ρεύμα.

Πίσω στο σπίτι, αποφάσισα να φτιάξω άλλο ένα ζεστό στο γκαζάκι. Το ημίφως στο σαλόνι μαζί με τη φωτιά ενέπνευσαν επιτέλους μια πιο ομαδική ατμόσφαιρα. Τα παιδιά αποφάσισαν να παίξουν σε παντομίμα τίτλους ταινιών. Γέλιο, γέλιο, γέλιο, διαβουλεύσεις, ψου-ψου-ψου, μαντική και θεατρική αγωγή συγχρόνως! Αφού εξαντλήσαμε τις ταινίες πιάσαμε τίτλους ελληνικών τραγουδιών. Και μετά πιάσαμε το τραγούδι. Κάπου στις εννιάμιση το βράδυ ήρθε επιτέλους το ρεύμα. Εμείς όμως στο μεταξύ είχαμε γίνει ένα αγκαλιασμένο κουβάρι στον καναπέ, ζεσταίνοντας ο ένας τον άλλον, έχοντας περάσει ένα δωδεκάωρο διαρκώς μαζί, στον ίδιο χώρο, με όλη τη γκάμα των συναισθημάτων από εκνευρισμό έως τρυφερότητα μεταξύ μας, οι πέντε, μόνοι. Το μόνο που δεν συζητήσαμε ήταν το πόσο εξαρτημένοι είμαστε από τον ηλεκτρισμό, αλλά ίσως αυτό να μη χρειαζότανε συζήτηση. Το ζήσαμε. Αναμετρηθήκαμε ο ένας με τον άλλον και ο καθένας με τον εαυτό του. Σα να περάσαμε μία μέρα εκτός χρόνου.

(Για καλή τύχη των παιδιών, η επομένη μέρα είχε στρωμένο χιόνι, και τα σχολειά της Αττικής ήταν κλειστά! Μικρές διακοπές στη μέση του χειμώνα.)

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Τα βροχερά απογεύματα


Βροχερό απόγευμα, μετά από μία μέρα που έφτιαχνα μαρμελάδα και ξεχάστηκα στον υπολογιστή. Τόσο εύκολο να ξεχαστείς στον υπολογιστή! Τα δύο εναπομείναντα παιδιά του Σαββατοκύριακου έπεσαν για ύπνο βαριόθυμα για τους δικούς τους λόγους το καθένα, ο ένας κουλουριασμένος στον καναπέ, η άλλη στο κρεβάτι του, με το κινητό αγκαλιά (της το πήρα).

Τέλος της εβδομάδας, μίας εβδομάδας ηλιόλουστης αλλά γεμάτης διαγωνίσματα, μίας εβδομάδας που δοκιμάσαμε να βάλουμε τάξη στα ωράριά μας και να κοιμόμαστε όλοι μας νωρίτερα – κάτι καταφέραμε, αν και χτες βράδυ που είπα να καθίσω στο γραφείο να μελετήσω, πάλι το ξενυχτήσανε τα άτιμα! (χωρίς εμένα στο σπίτι δεν κοιμάται κανείς) Ο καιρός σκοτείνιασε όπως προέβλεψε η μετεωρολογική, άρχισαν οι αέρηδες, άναψα τα φώτα, ανανέωσα το νερό στο βραστήρα για νέο τσάι. Ησυχία και σκοτάδι στο σπίτι, μόνο ο αέρας λυσσομανάει, ακούγονται τα πρώτα μπουμπουνητά. Προλαβαίνω να φέρω μέσα ξύλα και προσανάμματα για το τζάκι, ανάβω κεριά – δεν έχει έρθει ακόμα η καταιγίδα που θα αφήσει το ηλεκτρικό μας ανέπαφο! Είναι μια ώρα που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Μόνο να κάτσεις, άντε να διαβάσεις κάτι τις, και ν’ ακούς την καταιγίδα. Είναι η ώρα που οι σκέψεις τριγυρνούν και ταξιδεύουν. Γιατί ήτανε τόσο λυπημένο το μικρό μου; Είναι δυνατόν ένα τόσο ασήμαντο χαζοκαυγαδάκι στο σχολείο να τον έριξε σε τέτοια μαυρίλα; Κοιμήθηκε κλαίγοντας, κουλουριασμένος με την κουβέρτα του στον καναπέ, αρνούμενος κάθε προσφορά παρηγοριάς ή αγκαλιάς. Η κούραση της εβδομάδας όλη μαζεμένη; Αυτό σίγουρα ίσχυε για τη μεγάλη. Μουτρωμένη και ξέπνοη από τον ποδαρόδρομο με την πεντάκιλη τσάντα, έριξε μία ματιά στο φαγητό (ρεβυθόσουπα), έπεσε χωρίς κουβέντα στο κρεβάτι του αδελφού της και κοιμήθηκε πάραυτα. Το σπίτι μυρίζει μαρμελάδα νεράντζι. Νιώθω βαθιά συμπόνια για τα παιδάκια μου, θέλω να πάω από πάνω τους να τα χαϊδέψω, να τα ζουλήξω, να τα φιλήσω, αλλά φοβάμαι μην ξυπνήσουν. Εχω συγχρόνως και αυτή την σχεδόν ένοχη χαρά του «επιτέλους μόνη». Μου έχει μείνει από τότε που ήταν πολύ μικρά, που το να βρεθώ μόνη κι ήσυχη κατά τη διάρκεια της ημέρας ήταν η μεγαλύτερη πολυτέλεια που θα μπορούσε να μου προσφέρει το σύμπαν.

Πάντα μου άρεσαν οι βροχές και οι καταιγίδες. Σε αναγκάζουν να μείνεις μέσα και να εσωστραφείς, αν είσαι μόνη. Σε αναγκάζουν να μείνεις μέσα και να βρείς κάτι δημιουργικό να κάνεις όταν έχεις παιδιά, που κι αυτό καλό είναι (έχει πιο πολλή πλάκα από την εσωστρέφεια). Αυτή τη φορά θυμήθηκα εκείνο το ποίημα του Σεφέρη, που δεν θυμάμαι πώς λέγεται, αλλά ξεκινάει με το στίχο «λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν», και κάθεται μετά και θυμάται εκείνες τις συγκεκριμένες νύχτες με φεγγάρι που του άρεσαν. Πήγε να το παίξει αντισυμβατικός ο Σεφέρης, και καλά ότι ενώ όλοι οι ποιητές γράφουν για φεγγαρόλουστες βραδιές, εκεινού δεν του αρέσουν – αλλά τελικά, πάλι για τα φεγγάρια γράφει… Όπως και να ‘χει, αυτό το ποίημα σημάδεψε την εφηβεία μου. Σκέφτομαι κι εγώ και ανατρέχω όλα τα απογεύματα τα σκοτεινά από βαριά σύννεφα και μπουμπουνητά, στο σπίτι αυτό εδώ.

Ανοιξη, αρχές καλοκαιριού, η μεγάλη μου κόρη έχει κλείσει τα δύο, και είμαι έγκυος («ολίγον έγκυος») στη μικρή. Σκοτεινιάζει γρήγορα, μπουμπουνίζει φοβιστικά (κεραυνός στο διπλανό τετράγωνο), και η νεραϊδούλα γαντζώνεται επάνω μου. Φτιάχνω τσάι του βουνού, και βγαίνουμε στη βεράντα να το πιούμε, να βλέπουμε τη βροχή και τις αλλεπάλληλες αστραπές. Σε κάθε αστραπή χτυπάω παλαμάκια και μετράω μέχρι να έρθει το μπουμπουνητό. Η μικρή στην αγκαλιά μου το βρίσκει μάλλον διασκεδαστικό, παίζει και η «ιεροτελεστία» του τσαγιού (μέχρι τώρα η μαμά έπινε τσάι μόνο με τις φιλενάδες της) και ησυχάζει. Χτυπάμε παλαμάκια και μετράμε μαζί τα δευτερόλεπτα. Της εξηγώ την αναλογία χρόνου και απόστασης, και πώς το φως τρέχει πιο γρήγορα από τον ήχο, και με κοιτάει μαγεμένη. Τρέχει μέσα στο σπίτι, φοράει τις γαλότσες της, και βγαίνει με το κοντομάνικο και το σορτσάκι στη βροχή να χορέψει. Φιμώνω μέσα μου την «ελληνίδα μαμά», και βγαίνω κι εγώ! Καλή η επιστήμη, αλλά ο χορός καλύτερος!

Μετά από συζυγικό καυγά. Εκείνος φεύγει μη έχοντας αγγίξει το φαϊ, κι εγώ παίρνω βαθιές αναπνοές ενώ ταϊζω το καλικαντζαράκι, που έχει παρακολουθήσει όλη τη σκηνή με αμείωτο ενδιαφέρον. Η «μεγάλη», 4 ετών, έχει αποχωρήσει κι εκείνη από το τραπέζι λυπημένη παρά τις φωνές του μπαμπά της να γυρίσει να φάει. Ο ουρανός σκουραίνει, το γεύμα τελειώνει, πάμε να βρούμε τη θλιμμένη νεράιδα: είναι στο δωμάτιο και χαζεύει ένα βιβλίο. Συζητάμε λιγάκι, κι ανάβουμε φως. Δεν έχω το παραμικρό κέφι να παίξω, ούτε να διαβάσω παραμύθι, ούτε να φτιάξω πάζλ. Τίποτα. Τις παίρνω αγκαλιά, κι αποκοιμούνται. Αρχίζω να τραγουδάω σιγανά, μαζί με τη βροχή. Στο τέλος αποκοιμάμαι κι εγώ.

Στο δεύτερο μπουμπουνητό έπεσε το ρεύμα. Η βαριά βροχή άργησε να έρθει στα βόρεια, ενώ στα νότια προάστια έχει ήδη πλημμυρίσει τα υπόγεια. Ξέρω, λοιπόν, τι περιμένουμε. Ανάβω τζάκι και κεριά, παίρνω τα παιδιά στο σαλόνι μαζί με τις κουβέρτες τους, έρχεται και ο σκύλος (τότε είχαμε ακόμα σκύλο) και κουρνιάζει κοντά μας. Ωρα για παραμύθια! Στην αρχή κρατιέμαι να μην πω τα αγαπημένα μου που (σκέφτομαι) ότι ίσως να είναι τρομακτικά, ή πολιτικά μη-ορθά (η πολιτική ορθότητα με έφαγε, τρομάρα μου). Σε λίγο το ρεπερτόριο τελειώνει, γιατί εδώ που τα λέμε, τα περισσότερα παραμύθια ούτε πολιτικώς ορθά είναι, ούτε έχουν μόνο καλούς… Στο δεύτερο «πες μας κι άλλο» αφήνομαι πια, και λέω τη «Βασιλίσσα την Ομορφη», με τη γνωστή Μπάμπα-Γιάγκα. Με το φως των κεριών και το τζάκι, η ατμόσφαιρα έγινε μαγική και αφεθήκαμε στο αγαπημένο παραμύθι. Για καλή μας τύχη, όταν έφτασε πια η Βασιλίσσα να παντρευτεί τον τσάρο, ξανάρθε το ρεύμα, κι άνοιξαν τα φώτα!

Κοντεύουν Χριστούγεννα, τα παιδιά έχουν πάει επίσκεψη στο μπαμπά τους, που ήδη έχει μετακομίσει. Βαριέμαι να βγώ, ο καιρός δεν με εμπνέει να ξεμυτίσω. Βαριέμαι να κάνω οτιδήποτε χρειάζεται προσπάθεια, βαριέμαι και να μιλήσω στο τηλέφωνο ακόμα! Φυσάει αέρας που σφυρίζει γύρω από το σπίτι, και σύντομα έρχονται ριπές βροχής. Κουρνιάζω στο κρεβάτι μου με την «Νούμερο 1 Ντετέκτιβ της Αφρικής», με κόκκινο τσάι, από αυτό που πίνει και η ηρωίδα, πλάι μου. Και ταξιδεύω στη Μποτσουάνα… Δεν με πιάνει ύπνος προτού τελειώσω το βιβλίο, και πάει αργά. Την επομένη ζωγραφίζω αφρικάνικα σχέδια. Αρέσουν τόσο στα παιδιά, που για 1-2 βδομάδες ζωγραφίζουνε κι αυτά αφρικάνικα της φαντασίας τους.

Τούτο εδώ το απόγευμα με τη βροχή το πέρασα εμφιαλώνοντας τις μαρμελάδες. Με λίγη μουσική, τόση να μην τα ξυπνήσω, με λίγη κουβεντούλα με τον σύντροφό μου που γράφει εδώ απέναντι. Δοκιμάζουμε τη μαρμελάδα. Πικρίζει, παρά την έξτρα ζάχαρη που έβαλα. Ετσι είναι το νεράντζι, μου λέει, πικρόγλυκο. Πέφτει το ρεύμα, μεταφερόμαστε στο σαλόνι με τα κεριά. Ο μικρούλης κοιμάται ακόμα. Λίγο αργότερα, με το που έρχεται και πάλι το ηλεκτρικό, ξυπνάνε ένα-ένα πεινασμένα, αλλά κεφάτα. Σαν να μην έγινε τίποτα.