Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

Τι έχουμε για φαγητό, μαμά;

Εχω φτιάξει παστίτσιο. Είναι από τα λίγα φαγητά που αγαπούν και τα τρία μου παιδιά εξίσου. Αν τα ρωτήσω «τι φαγητό να φτιάξω αύριο», και τα τρία θα αναφωνήσουν «παστίτσιο!» 9 στις 10 φορές. Εγγυημένη συνταγή, τσεκαρισμένα πράγματα…

Γυρνώντας στο σπίτι από δουλειά ένα απόγευμα, λοιπόν, ήσυχη ότι τα παιδιά μου έχουν το αγαπημένο τους φαγητό στο τραπέζι, εντυπωσιάζομαι που βλέπω τη μεγάλη να πηγαίνει προς το περίπτερο. Η εγγύτητα του περιπτέρου είναι μέγας διαφθορέας για τη διατροφή μας, και βλέποντάς την ξέρω ότι πάει να πάρει κάτι σε πατατάκια, σοκοφρέτα, κάτι πονηρό τελοσπάντων. Σταματάω, τη χαιρετάω, και της λέω «πού πας;» «στο περίπτερο», μου λέει. «Τι θες να πάρεις από το περίπτερο;» Σιωπή. Επιμένω. «Τι πάς να πάρεις από το περίπτερο κορίτσι μου;» Σιωπή. Ενοχη σιωπή. Και ξεσπάει «μπάφους, τσιγάρα, και προφυλακτικά!» Σοκ και δέος στο ακροατήριο. «Τι;» καταφέρνω να ψελλίσω. Το επαναλαμβάνει. Και προσθέτει «τι θες να σου πω ρε μαμά; Ότι θα πάρω πατατάκια; Να με πρήξεις πάλι με την υγιεινή διατροφή;»

Δεν τα κατάφερα να θυμώσω (έτσι μου παίρνουν τον αέρα τ’ άτιμα) γιατί μου φάνηκε πολύ αστείο αυτό το «μπάφους τσιγάρα και προφυλακτικά», και γελούσα για μέρες. Αν εξαιρέσουμε τα τσιγάρα, δε, για τα άλλα δύο είχε μάλλον ασαφή εικόνα σχετικά με τη χρήση τους. Δεν θυμάμαι εάν τελικά τα πήρε τα πατατάκια ή όχι, γιατί ήρθε και έφαγε παστίτσιο…

Μεγάλωσα σε μία οικογένεια που λάτρευε τη ζάχαρη και το κρέας και μισούσε τα όσπρια. Με μία μητέρα που δεν συμπαθούσε καθόλου τη μαγειρική. Για καλή μου τύχη, λάτρευε τα φρούτα, οπότε δεν βγήκα τελείως food junkie. Είχα την τύχη να φύγω στην αρχή της εφηβείας μου από την Ελλάδα και την πολύ στενή οικογένεια, και να δοκιμάσω κι άλλες κουζίνες, να δω κι άλλων ανθρώπων τις διατροφικές συνήθειες, να σκεφτώ λιγάκι περισσότερο το θέμα της διατροφής. Εχω φάει τα πάντα: από μακντόναλτνς μέχρι σούπα από φτερό καρχαρία, και από αγριογούρουνο μέχρι τηγανητά φύκια. Με το πέρασμα του χρόνου, με την έρευνα, το διάβασμα, και κυρίως με την εμπειρία (τι με κάνει να νιώθω καλά, πώς και πότε, τι με αρρωσταίνει, τι με βαραίνει, κτλ) έμαθα να τρέφομαι και να ακούω το σώμα μου όλο και καλύτερα. Υπήρξα χορτοφάγος για κάποια χρόνια, πειραματίστηκα με διαφόρων ειδών νηστείες. Για πολλά πολλά χρόνια περνούσα ώρες μέσα στα σουπερμάρκετ διαβάζοντας ετικέτες τροφίμων για να αποφασίσω αν θα πάρω αυτό ή το άλλο προϊόν. Εμαθα σε τι αντιστοιχούν κάποια από τα περίφημα «Ε», διάβασα λίγη χημεία εδώ, λίγη μεταφυσική από κει, άρχισα να ενημερώνομαι για πιο αθώες μεθόδους καλλιέργειας της γης… Και φυσικό ήταν όλα αυτά να τα «κουβαλήσω» μαζί μου όταν έγινα μητέρα. «Γραφική» μητέρα, όπως έλεγαν αρκετοί από τον περίγυρό μου, μάλιστα! Τα πρώτα δύο χρόνια της ζωής του πρώτου μου παιδιού ήμουν πολύ αυστηρή: αυστηρή με τους γύρω, παππούδες μα κυρίως γιαγιάδες και θείες που είχαν άποψη για το τι πρέπει να τρώει το παιδί («το παιδί πρέπει να τρώει απ’ όλα» έλεγαν και ξανάλεγαν, εννοώντας ότι «το παιδί πρέπει να τρώει ότι του δώσουμε») με αποτέλεσμα να γίνομαι κακιά με όλους… Όχι ότι με πείραξε, δηλαδή, αλλά δυσκόλεψε κατά πολύ τη ζωή μου. Αρχισα να χάνω το παιχνίδι όταν ξεκίνησα να αφήνω τα παιδιά μου στις γιαγιάδες τους, οι οποίες δεν είχαν τον παραμικρό σεβασμό για τις απόψεις και τις συνήθειές μου. Και πάλι, βέβαια, στο σπίτι επικρατούσαν οι δικοί μου κανόνες, τους οποίους εξηγούσα και ξαναεξηγούσα και πάλι από την αρχή, αντικρούοντας υπομονετικά τη λογική και τη συλλογιστική της γιαγιάς (την οποία είχε εξίσου σθεναρά προσπαθήσει να εμφυσήσει στα εγγόνια της). Υπήρχε ένας αδήλωτος πόλεμος ανάμεσα στη μητέρα και στη γιαγιά, που αρχικά εκδηλώθηκε με τη διατροφή των παιδιών, και σταδιακά επεκτάθηκε και σε άλλα πεδία.

Αλλά να ξαναπάμε στη διατροφή. Με το πέρασμα του χρόνου μαθαίνουμε ότι όχι μόνο χρειάζεται να προσέχουμε το είδος της τροφής που τρώμε (φασολάκια ή κρουασάν, π.χ.), αλλά και την προέλευσή του (από την Ελλάδα ή από την Ιταλία, από την Καλαμάτα ή από τη Βοιωτία), τον τρόπο που έχει καλλιεργηθεί ή παρασκευαστεί (συμβατική ή βιολογική καλλιέργεια)… Και όχι μόνο. Γνωρίζοντας όλο και καλύτερα τα φυτά και την καλλιέργειά τους, διαπιστώνει κανείς ότι καλά τα παραπάνω, αλλά έχει επίσης σημασία και το ποιος το καλλιεργεί, πόσο χρόνο και φροντίδα έχει επενδύσει στην καλλιέργεια αυτή… Άλλο το μαρούλι που καλλιεργήθηκε συμβατικά στο Μαραθώνα, άλλο το μαρούλι που καλλιεργήθηκε βιολογικά στη Βοιωτία, και άλλο το μαρούλι που έσπειρες και φρόντισες και πότισες και παρακολούθησες την ανάπτυξή του στον κήπο ή στη ζαρντινιέρα σου. Υπήρξα τυχερή γιατί βρέθηκα κοντά σε ανθρώπους που μιλούσαν και προβληματίζονταν για όλα αυτά, παρακολούθησα και σχετικά μαθήματα «εναλλακτικής γεωπονικής», και συμμετείχα σε ένα πρότυπο εγχείρημα (που συνεχίζεται ακόμα, αλλά στο οποίο δεν συμμετέχω λόγω χρόνου πια) όπου μία ομάδα ανθρώπων της πόλης των Αθηνών αποφάσισε να παραγγέλνει αγροτικά προϊόντα κατευθείαν από τους βιο-παραγωγούς. Αφενός έρχονταν φθηνότερα γιατί αποφεύγονταν οι μεσάζοντες, αφετέρου ήξερες ποιος παράγει τα κεράσια σου, ποιος τους γίγαντες Πρεσπών, ποιος τις γλυκοπατάτες. Κάποιοι έρχονταν με τα προϊόντα τους κατευθείαν στο χώρο που στέγαζε το εγχείρημα, κάποιοι τα έστελναν με μεταφορικές εταιρείες, και όποτε έρχονταν Αθήνα μας επισκέπτονταν, κάποιους επισκεπτόμαστε εμείς στα χωριά και στα χωράφια τους, φιλικά, για να βοηθήσουμε στη συγκομιδή ή απλά για τη γνωριμία. Η τροφή μας είχε πλέον αποκτήσει ταυτότητα, υπόσταση. Ηταν (ή έτσι μας φαινόταν) πιο νόστιμη. Παρατήρησα επίσης οτι η ποιότητα είχε αντίστροφη σχέση με την ποσότητα: όταν είχαμε ποιοτικότερη τροφή χρειαζόμαστε μικρότερες ποσότητες για να χορτάσουμε. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα, που δοκιμάζουμε να καλλιεργούμε  τα σαλατικά μας στον κήπο.

Σε φάση μαζικού κατακλυσμού από μαζικά καλλιεργημένες ή παρασκευασμένες «σκουπιδοτροφές», είχαμε την τύχη ένα μέρος της τροφής μας να προέρχεται από ανθρώπους που σέβονταν τη γη, ανθρώπους που γνωρίζαμε με τα ονόματά τους, ανθρώπους που αγωνίζονταν με τον δικό τους τρόπο για την υγεία και την αξιοπρέπεια, ανθρώπους με μεράκι να σώσουν τις ντόπιες ποικιλίες λαχανικών και φρούτων… Ένα μέρος της τροφής μας. Γιατί βέβαια δεν μπορείς να εξαναγκάσεις ένα παιδί που δέχεται πιέσεις από τους συνομηλίκους του να μη φάει πατατάκια ή χαζο-κρουασάν, ή να μην πιεί αναψυκτικά… Ναι μεν στο σπίτι μας δεν έμπαιναν συχνά «σκουπίδια», αλλά εκεί έξω ο κόσμος είναι γεμάτος, και δεν μπορούσα να ζήσω σε μία γυάλα (όπως πολύ σύντομα διαπίστωσα) ούτε εγώ ούτε τα παιδιά! Οπότε συμβιβάστηκα σε μία συνειδητή ισορροπία, η οποία συνεχίζει να είναι σε διαρκή διαπραγμάτευση… Είχα τη φαιενή ιδέα να εμπλέξω νωρίς τα παιδιά  μου στην παρασκευή της τροφής τους, και είμαστε όλοι πολύ περήφανοι για τα γλυκά και τα ντιπ που φτιάχνουν τα κοριτσάκια μας, το ψωμί που ζυμώνει ο καλός μου, τη βοήθεια που πρόθυμα δίνει ο νεαρός σε όποια φάση του ζητηθεί. Το λέμε, το επισημαίνουμε, το εκτιμάμε - όταν οι φίλοι μας επαινούν για τη νοστιμιά του κέικ  δεν παραλείπουμε να πούμε οτι το "χτύπησε" ο καλικάντζαρος, ή το ανακάτεψε το ξωτικούλι, ή οτι το τάδε συστατικό ήταν έμπνευση της νεράιδας. Ξέρουμε όλοι οτι η αγάπη και η φροντίδα κάνει τα πάντα νοστιμότερα. Και (λέω εγώ) θρεπτικότερα. Οχι μόνο για το σώμα, αλλά και για την ψυχή.

Για μένα δεν φτάνει να είναι ένα προϊόν βιολογικό ή ελεύθερο από μεταλλαγμένα. Ένα φρούτο, ένα λαχανικό ή μία πίττα δεν είναι μόνο μόρια και κύτταρα, δεν είναι μόνο ύλη. Είναι και ενέργεια που επηρεάζεται από χίλια δυό πράγματα: από το ποιος και πού το καλλιέργησε, ποιος και με τι διάθεση άνοιξε το φύλλο ή ανακάτεψε τη γέμιση. Στα παιδιά μου αρέσει η «Πολίτικη Κουζίνα»: πρόσφατα μου είπε ο καλικάντζαρος ότι της αρέσει η σκηνή που ο νεαρός πρωταγωνιστής με τη στολή του προσκοπισμού μαγειρεύει για δυό γυναίκες (προφανώς η σκηνή στον οίκο ανοχής), και γενικά όλες οι σκηνές όπου οι άνθρωποι μαγειρεύουν. Θυμάμαι το ‘Δείπνο της Μπαμπέτ’, μία νουβέλα της Κάρεν Μπλίξεν, που πριν 20-τόσα χρόνια είχε γίνει ταινία. Εκεί η Μπαμπέτ, μαγειρεύοντας ένα απίθανο γεύμα, ανοίγει τις από χρόνια κλειστές καρδιές των συνδαιτημόνων. Αργότερα, στο «Σαν νερό σε καυτή σοκολάτα» (μυθιστόρημα εξαντλημένο –και χαμένο από τη βιβλιοθήκη μου - εδώ και χρόνια) η ηρωίδα μεταγγίζει όλες τις διαθέσεις και τις προθέσεις της στην τροφή που παρασκευάζει. Η τροφή επηρεάζει όχι μόνο το σώμα μας, αλλά και την ψυχή μας. Το σώμα μας επηρεάζεται όχι μόνο από τα μόρια της τροφής που εισέρχεται σ’ αυτό, αλλά και από τις ψυχικές μας διαθέσεις, και τις σκέψεις μας.

Τρεφόμαστε όχι μόνο από τα ζαρζαβατικά και τα εκλαίρ, αλλά και από τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας, από τις εικόνες και τα κείμενα που μας περιβάλλουν, από τις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας και τις ιδεολογίες που υιοθετούμε. Ισως γι αυτό δεν είμαι πια τόσο αυστηρή στην απόλυτη τήρηση διατροφικών κανόνων με τα παιδιά μου (με τις επιρροές της κοινωνίας έτσι όπως έχουν, με ξεπερνάει κατά πολύ). Προσπαθώ να επικεντρώνομαι στα αναγνώσματα και τα ακροάματα, στις μεταξύ τους σχέσεις και φιλίες, στην έκφραση της αγάπης, στον αμοιβαίο σεβασμό… Όταν σέβεσαι τη φύση γι αυτό που σου δίνει, όταν σέβεσαι τον κόπο και τη φροντίδα του ανθρώπου που παρασκευάζει την τροφή σου, όταν αυτό που καταναλώνεις σε κάνει να χαίρεσαι, και το απολαμβάνεις, τότε αυτό που τρώς σου κάνει περισσότερο καλό παρά κακό. Οτι κι αν είναι αυτό (ή σχεδόν). Ετσι μας ταίριαξε πολύ η "προσευχή" ενός αγαπημένου φίλου, και  επιμένω να τη λέω κάθε που καθόμαστε να φάμε όλοι μαζί: "ευχαριστούμε όλα τα πλάσματα που συμμετείχαν (και θυσιάστηκαν - αν έχουμε κάτι ζωικό) σε αυτό το γεύμα, ευχαριστούμε για την αφθονία που υπάρχει σήμερα στο τραπέζι μας". Και, για να το "δέσω" με την προσωπική μου πεποίθηση ότι όλα αυτά πηγάζουν από την αγαθοποιό δύναμη του σύμπαντος (που για λόγους συντομίας την λέμε "Θεό"), συμπληρώνω και το αίτημα να ευλογηθεί η τροφή μας "από τον Θεό". Στην αρχή ξεκίνησα να κατονομάζω τα "πλάσματα": τις κότες που έκαναν τ' αυγά, τις αγελάδες και τα πρόβατα που έδωσαν το γάλα τους για το τυρί μας, τον ήλιο και τη βροχή που βοήθησαν το στάρι να μεγαλώσει, τον φούρναρη που έψησε το ψωμί, τις ντοματιές που έκαναν τις ντομάτες... Στην αρχή ξένισε αρκετά τα παιδιά, αλλά σε λίγες εβδομάδες το συνήθισαν, το έμαθαν, και το ακούνε. Είναι μία υπενθύμιση κι αυτό. Αυτό που χρειάζεται είναι να είμαστε συνειδητοί και ειλικρινείς – όπως και σε κάθε άλλο τομέα της ζωής μας, εξάλλου.

Δεν μαλώνω πλέον τα παιδιά μου όταν πλακώνονται στα μπισκότα ή στα τσιπς. Εάν βρίσκονται στο ντουλάπι (που σημαίνει κατά κανόνα ότι κάποιος μεγάλος τα έχει φέρει και βρίσκονται εκεί) με τι μούτρα θα τα υποχρεώσω να υφίστανται τους πειρασμούς του Αγίου Αντωνίου; Θα μιλήσω για μέτρο, θα μιλήσω για τη σωστή ώρα, ναι. Από καιρού εις καιρόν παραγγέλνουμε και πίτσες στο σπίτι. Και σουβλάκια τρώμε ενίοτε. Δεν τα έχω καταφέρει να αποφεύγω τα βρώμικα δια παντός. Υποκύπτω. Αλλά πώς θα απαγορεύσω κάτι στα παιδιά μου που σε μένα το επιτρέπω; Και αν αναγνωρίζω μέσα μου την ανάγκη να καταναλώσω σοκολάτα, για παράδειγμα, γιατί να μην αναγνωρίσω την αντίστοιχη ανάγκη και στα παιδιά μου; Είναι λεπτές κι ευαίσθητες οι ισορροπίες, και δεν τα καταφέρνω πάντα, και δεν ξέρω καν αν κάνω «το σωστό». Το σίγουρο είναι ότι προσπαθώντας να παρέχω σωστή τροφή για τα παιδιά μου (σε κάθε επίπεδο) τρέφομαι καλύτερα κι εγώ η ίδια.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Μαμαδίστικη θεραπευτική



Βαρύς ο πόνος και ο αναστεναγμός. Όχι, δεν γράφω λαϊκό άσμα. Ημέρες δύσκολες και νύχτες ξάγρυπνη η κόρη, με πόνους άσχετους που μαρτυρούν ζόρι ψυχής, ξεκλέβει ύπνο ανήσυχο, ρηχό, τα απογεύματα. Φόβοι ανομολόγητοι καθώς ένα απ’ τα σταθερά σημεία της ζωής της καταρρέει, το σύστημα υφίσταται κλυδωνισμούς επώδυνους και επικίνδυνους. «Μ’ αγαπά – δεν μ’ αγαπά»; Προσπαθεί να ανιχνεύσει σταθερές αξίες; Να αυτοπροσδιοριστεί μέσα στην κινούμενη άμμο της εφηβείας; Να ψηλαφήσει τα όρια τα δικά της και των άλλων; Να διαχειριστεί το χώρο, το χρόνο, τις φιλίες, τις αγάπες, τις σχέσεις με τα’ αδέλφια, με το μπαμπά και τη σύντροφό του, με τη μαμά και τον σύντροφό της; Κάτι απ’ αυτά, όλα μαζί, ή άλλα που μου διαφεύγουν.
Πρώτες βοήθειες της ψυχής τ’ ανθοϊάματα. Να ‘ναι καλά ο Δρ Μπάχ εκεί που βρίσκεται. Πόσες φορές τον έχω ευχαριστήσει νοερά. Παράλληλα μές στη μικρή τσαγιέρα βάζω λιγάκι χαμομήλι, φύλλα κανέλλας, βαλεριάνα και αστεροειδές γλυκάνισο, με βάμμα από σπαθόχορτο και ανθοϊαμα μποράντζας. Και λίγο μέλι από ρείκι. Στις πρώτες δυό γουλιές το πρόσωπό της χαλαρώνει και χαμογελά. Κανένας δεν μου έδωσε τη συνταγή. Μόνη της ήρθε, την ώρα που έπλενα τα πιάτα προσέχοντας μην κάνω θόρυβο και ταράξω περισσότερο τον ήδη ταραγμένο ύπνο της. Η ντροπαλή μου κόρη σπάνια μιλά. Ότι χρειάζεται να ξέρω το μαθαίνω σιωπηλά από την έκφραση του προσώπου της, τον τρόπο που κάθεται, τον τόνο της φωνής της όταν μιλά περί ανέμων και υδάτων, το πώς αφήνεται στην αγκαλιά μου κι ας είναι πλέον έφηβη. Οι ώρες περνούν. Πίνει το μίγμα κάνοντας τα μαθήματα της επομένης. Πριν κοιμηθεί βάζω τα χέρια στο κεφάλι και στο ηλιακό της πλέγμα, διοχετεύοντας ενέργεια γαλήνης, ελπίδας, καθαρμού. Ο ύπνος της βαθύς και ήρεμος απόψε, ξυπνά καλά και με χαμόγελο. Τα λουλουδάκια έκαναν το θαύμα τους και πάλι.