Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Χειμερινό Ηλιοστάσιο


"για το χειμώνα είναι καλύτερη μια λυπητερή ιστορία, γεμάτη ξωτικά και καλικάντζαρους"
(Σαίξπηρ "Η Χειμωνιάτικη Ιστορία")

Ένα από τα νέα οικογενειακά μας έθιμα είναι να μαζευόμαστε με φίλους τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου, και να διαβάζουμε ιστορίες. Ο καθένας μας (ασχέτως ηλικίας) καλείται να φέρει ένα κείμενο να μοιραστεί με τους υπόλοιπους… Ένα δικό του, ή κάτι που βρήκε γραμμένο – να το διαβάσει, ή να το αφηγηθεί.
Μαζευόμαστε, λοιπόν, στο σπίτι των φίλων μας (που έχουν κι αυτοί τρία παιδιά), με άλλους 4-5 φίλους, καθόμαστε γύρω από το τζάκι, πίνουμε ζεστό κρασί με μπαχαρικά και φρούτα, και ξεκινάμε. Ο αφηγητής κάθεται σε μία ιδιαίτερη πολυθρόνα με ένα φωτάκι από πάνω, και τα φώτα χαμηλώνουν.
Πέρσι ξεκίνησε ο μικρούλης της παρέας. Δευτέρα δημοτικού, και μας απήγγειλε το ποιηματάκι που μάθαιναν στην πρώτη «αν όλα τα παιδιά της γης πιανόνταν χέρι-χέρι…» Ανετος, και με την επίγνωση ότι αυτό είναι ένα «οικουμενικό» όραμα. Η οικοδέσποινα μας διάβασε ένα δικό της κείμενο με αναμνήσεις από τα παιδιά της χρόνια στο χωριό της όταν ερχότανε το χιόνι. Μας ταξίδεψε στην Πρώτη Σερρών του 1960-70-κάτι, με εικόνες, γεύσεις, σκέψεις, συναισθήματα, ακόμα και τα κουτσομπολιά του χωριού! Η φιλενάδα μας γράφει υπέροχα, και μεταφέρει τα βιώματά της με σπάνια ευαισθησία. Η μικρή κόρη της οικοδέσποινας διάβασε την Χρυσομαλλούσα και τις Τρείς Αρκούδες.
Η σοβαρή μας νεράιδα, παρά την έμφυτη συστολή της μπροστά σε ακροατήριο, διάβασε το παραμύθι με τους τρείς αδελφούς και τους«κλήρους του θανάτου» που διαδραματίζει τόσο μεγάλο ρόλο στο έβδομο βιβλίο του Χάρυ Πόττερ. Ακόμα και οι ενήλικες που χλεύαζαν ως τότε τις ιστορίες του Χάρυ Πόττερ εξεπλάγησαν με το βάθος της ιστορίας ετούτης… (δεν σας τη λέω, να την ψάξετε!) Εγώ ήμουν ανάμεσα στο παραμύθι με την Ομορφη Βασιλίσσα και τη Μπάμπα Γιάγκα, και στο παραμύθι με τις τρείς φτωχές θυγατέρες και τον μάγο που τους κλέβει το σάκο με τα φλουριά (που κάποτε είχα ακούσει σε ένα χαλασμένο σιντί με ιρλανδέζικα παραμύθια). Σαν να είμαστε συνενοημένες, η φιλενάδα μας η βοτανολόγος (που είναι και ξαδέρφη μου πνευματική) επέλεξε τη Μπάμπα-Γιάγκα, κι εγώ κατέληξα στο ιρλανδέζικο παραμύθι…
 Ενας άλλος φίλος διάβασε κάποια εναλλακτικά θεατρικά κείμενα για το Χριστό, και ο καλός μου διάβασε την ιστορία της γέννησης του Χριστού όπως την είδε και την περιέγραψε ένας Αγγελος… Η μεγάλη κόρη της οικοδέσποινας μας διάβασε ένα κείμενο που κυκλοφορούσε πολύ στο ίντερνετ πέρσι και πρόπερσι, και αποδιδόταν στο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές (που το αποποιήθηκε τελικά) άκρως διδακτικό και συγκινητικό. Ο δε οικοδεσπότης αντί κειμένου μας έβαλε ν’ ακούσουμε ένα τραγούδι: το "Σπόρο που Ηθελε να Γίνει Δάσος" της (αγαπημένης) Νικολέττας Αναστασίου.
Σ’ αυτές τις βραδιές όλοι μας φέρνουμε από κάτι φαγώσιμο, αλλά η οικοδέσποινα φτιάχνει τη σπεσιαλιτέ της παρέας: κολοκυθόσουπα! Και αφού φάμε και πιούμε, κι εκεί κάπου (ή λίγο πριν) τα παιδιά αποκοιμηθούν στους καναπέδες, πιάνουμε το τραγούδι. Γιατί η παρέα έχει και τον κιθαρωδό της, που δεν πάει πουθενά χωρίς την κιθάρα του (και τις παρτιτούρες του!)… Νύχτα μαγική από κάθε άποψη!
Ετσι και φέτος. Μαζευτήκαμε στο ζεστό φιλόξενο σπίτι των Μεσογείων οι ίδιοι λίγοι φίλοι – μόνο που φέτος έλειπε  η μεγάλη κόρη του σπιτιού: η οποία παρότι μακριά έστειλε στη μαμά της με ημέηλ και sms τη φράση που ήθελε να διαβάσει σε όλους μας: «γίνε η αλλαγή που θέλεις να δεις στον κόσμο». Παρούσα φέτος ήταν η καλικαντζαρούλα μας (πέρσι είχε ξωμείνει στο μπαμπά της τέτοια μέρα). Διάλεξε να πει την Πεντάμορφη Βασιλίσσα, ή μάλλον να τη διαβάσει. Είναι, λέει, το αγαπημένο της παραμύθι. Χωρίς χρόνο να το κάνει πρόβα το διάβασε ωραία, prima vista, παρ’ όλες τις παράξενες λέξεις που περιείχε ( «ορμήνια», «σβηούσε», κτλ).
Και ο μικρός; Τρίτη δημοτικού, φέτος, είχε το φιλόδοξο σχέδιο να κάνει περίληψη το τρίτο κατά σειρά βιβλίο των Χρονικών της Νάρνια, το «αγόρι και τ’ άλογό του». Η καλή νεράιδα προσφέρθηκε να του κάνει γλωσσική επιμέλεια στην περίληψη, δουλειά που έγινε στο λάπτοπ της μικρής μέσα στο αυτοκίνητο καθ’ οδόν… Η αφήγηση του νεαρού με εντυπωσίασε: αφού διάβασε την περίληψη, συνέχισε να μιλά για την ιστορία σαν να ζούσε μέσα σ’ αυτήν, σαν να γνώριζε τους χαρακτήρες και τις ιστορίες τους από χρόνια… Κατάφερε να μας μπερδέψει όλους δεόντως με την παράθεση γεγονότων και ονομάτων και λεπτομερειών, και χρειάστηκε κάποιες «οριοθετικές» παρεμβάσεις από τους μεγάλους, που με καίριες ερωτήσεις κατάφεραν να τον ξαναφέρουν στο «τέλος» της ιστορίας…
Η οικοδέσποινα μας διάβασε δυό κείμενα που είχε γράψει για δύο θείες της που σημάδεψαν την παιδική της  ηλικία (κάτι σαν τις νεράιδες των παραμυθιών, μόνο πιο γήινες!) – μας συγκίνησε, μας έκανε να γελάσουμε, μας ταξίδεψε και πάλι ανάμεσα στο χτες και στο προχτές… Ο σύντροφός της διάβασε στίχους των Πινκ Φλόυντ, και ο κιθαρωδός μας διάβασε σκέψεις του που γράφει κατά καιρούς στο σημειωματάριό του. Η πνευματική  μου ξαδέρφη είχε βρεί μία ενδιαφέρουσα παλιά παραλλαγή της Ωραίας και του Τέρατος, όπου το δώρο που ζήτησε η μικρή  κόρη (η Ωραία) από τον πατέρα της ήταν ένα ανθισμένο κλαδί καρυδιάς, και όπου το Τέρας ήταν ένας γιγάντιος αρκούδος. Πάντα στο θέμα του πώς η αγάπη και η εμπιστοσύνη μεταμορφώνει τα δεδομένα και εξελίσσει τον άνθρωπο…
Η δική μου ιστορία βρέθηκε «τυχαία» στο ίντερνετ 2-3 μέρες πριν, και μιλούσε για το πώς ένας άνθρωπος πήγε στην υπηρεσία εκείνη που κατoχυρώνει τα πνευματικά δικαιώματα για να «κατoχυρώσει» το όνομα του Θεού, και τι έγινε εκεί… (είναι μια μικρή ιστορία της Κλαρίσσα Πινκόλα Εστές, της συγγραφέως που έγραψε το θρυλικό “Women who Run with the Wolves”). Μου άρεσε γιατί ήταν σύντομη και ολίγον «κουφή», σαν ιστορία ζεν.
Μία φίλη μας που πέρσι δεν είχε φέρει κείμενο μόνο άκουσε τα δικά μας, έφερε ένα από τα αγαπημένα  της βιβλία, τις «σημειώσεις για τον Ηράκλειτο» του Ρατζνίς. Ανοιξε τυχαία μία σελίδα, και μας διάβασε ένα κομμάτι που μιλούσε για τη σχέση της κοινωνίας με την ατομικότητα του ανθρώπου. Διάβαζε ωραία, σαν να μας μιλούσε, ένα «ξεχασμένο» κάλεσμα για πολιτική ανυπακοή… Κατόπιν περάσαμε σε μία άλλη ατμόσφαιρα: η μεσαία κόρη της οικοδέσποινας «τσίμπησε» ένα κείμενο από αυτά που προηγουμένως έκανε  στο φροντιστήριο. "Ο ξεπεσμένος Δερβίσης", του Παπαδιαμάντη. Τι παράξενο. Κι εγώ, τη μέρα εκείνη μίλησα για το κείμενο αυτό, για το νάι (νέι το λέμε σήμερα). Αγαπημένο διήγημα,  αγαπημένο πνευστό. Το διάβασε με ελαφρά δυσκολία, μια που  η γλώσσα του συγγραφέα είναι παράξενη σε σχέση με την τρέχουσα ελληνική, αλλά το διάβασε αργά, ατμοσφαιρικά, τόσο που έβλεπες το καφενείο, τον δερβίση, τον σαλεπιτζή, τόσο που άκουγες σχεδόν τον μαγικό ήχο της ανατολίτικης φλογέρας μέσα από τα λόγια του συγγραφέα.
Η τελευταία ιστορία ήρθε από τον σύντροφό μου. Μια εβδομάδα τη γυρόφερνε στο νου του, στο τέλος την έγραψε, αν και δεν ήταν ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα. Δύο εικόνες του σήμερα, δύο καταστάσεις που κατά κάποιον τρόπο γνωρίζει εκ του σύνεγγυς: από τη μία το πλούσιο σπίτι που «νοίκιασε» έναν Αγιο Βασίλη να έρθει να κάνει εφφέ και να δώσει τα ακριβά δώρα στα παιδιά της οικογένειας, και από την άλλη η οικογένεια ενός απλήρωτου ιδιωτικού υπαλλήλου, που γνώρισε τις λαϊκές συνελεύσεις του Συντάγματος, τα χαριστικά παζάρια, τις ολοένα και αυξανόμενες πρωτοβουλίες αλληλοβοήθειας μέσα στην πόλη. Μίλησε για τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη των δύο οικογενειών, τις πηγές όπου αντλούν χαρά, τη διαφορά των αξιών, την παλιά και τη νέα ενέργεια δηλαδή… Κάποιοι είχαν ψιλο-αποκοιμηθεί πια, η ώρα είναι περασμένη και σήμερα η μέρα ήταν εργάσιμη, αλλά 2-3 ακούγαμε την ιστορία όλοι αυτιά, γιατί είτε αναγνωρίζαμε τους εαυτούς μας, είτε χαιρόμαστε την περιγραφή.
Τα παιδιά (εκτός της σοβαρής νεράιδας, που φέτος ο ρόλος της περιορίστηκε στην επιμέλεια κειμένου του αδελφού της) είχαν όλα κοιμηθεί όταν καθίσαμε να φάμε την κολοκυθόσουπα. Η αυριανή μέρα ήτανε μέρα σχολείου, και είπα μέσα μου ότι εάν τα παιδιά δεν θέλουν, θα τα αφήσω να κοιμηθούν το πρωί, κι ας πάρουν απουσία. Η εμπειρία της αφήγησης και της ακρόασης τόσων διαφορετικών κειμένων ήταν σίγουρα πιο εκπαιδευτική από μία συνηθισμένη μέρα σχολείου. Οι κουβέντες γύρω από το τραπέζι είχαν μια γλυκειά οικειότητα και μια ζεστασιά καρδιάς. Είμαστε πολύ αλλιώτικοι μεταξύ μας οι μεγάλοι, αλλά αγαπιόμαστε, αποδεχόμαστε ο ένας τον άλλον, κάνουμε χώρο μεταξύ μας για να  υπάρξουν άνετα και χωρίς τριβές οι διαφορετικότητές μας. Νιώθουμε ασφαλείς μες στη φιλία μας. Κι αυτό εκπαιδευτικό, σκέφτομαι. Πόσο συχνά άραγε νιώθουν έτσι τα παιδιά μέσα  στο σχολείο τους, μέσα στη σχολική τάξη; Η ώρα περνάει, δεν είμαστε μαθημένοι στο ξενύχτι οι μεγάλοι, και τα παιδιά δήλωσαν ότι θέλουν να πάνε σχολείο, άρα πρέπει να ξυπνήσουν. Μα δεν μπορούμε να το διαλύσουμε χωρίς τραγούδι. Εστω, ένα. Λέμε πέντε (ποτέ δεν μένουμε στο ένα!), και μαζευόμαστε. Βάζω παπούτσια στα παιδιά που είναι χυμένα στους καναπέδες, και τα σηκώνω βάζοντάς τους συγχρόνως και τα μπουφάν (οι απίστευτες δεξιότητες που αναπτύσσουν οι μαμάδες). Ευχές και φιλιά και αγκαλιές απ’ όλους για όλους, πριν βγούμε στο κρύο ψιλόβροχο να μπούμε στο αυτοκίνητο.

Και έτσι γιορτάζουμε τον ερχομό του χειμώνα.

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Μιλάμε για τους φόβους μας;

Εδώ και δυόμιση χρόνια στην Ελλάδα "βρέχει φόβο". Οσοι έχουν την ατυχία να παρακολουθούν τηλεόραση έχουν εμποτιστεί για τα καλά με το συναίσθημα αυτό... Η κοινωνία που ζούμε "περνάει κρίση", και αυτό καθρεφτίζεται ολοκάθαρα στις αλλαγές που συμβαίνουν: άνθρωποι χάνουν εισοδήματα και πόρους επιβίωσης, εργασία, πατρίδα, και μαζί μ' αυτά την αυτοεκτίμησή τους, την πίστη τους, τη χαρά τους. Και τα παιδιά δεν μένουν αμέτοχα. Στο παρακάτω ταινιάκι τα παιδιά μίας έκτης δημοτικού μιλούν για τους φόβους τους - οι περισσότεροι έχουν να κάνουν με την "κρίση" και την επιβίωση, με την προσαρμογή στις νέες συνθήκες.

Πάντα μου αρέσουν οι ταινίες που βγαίνουν από τα χέρια των παιδιών, όταν τα παιδιά παίρνουν την κάμερα και το μικρόφωνο και μιλούν με τη δική τους (αυθεντική και αληθή) φωνή. Αφενός είναι εμψυχωτικό για τα ίδια, αφετέρου είναι εκπαιδευτικό για τους (λεγόμενους) μεγάλους - εμάς δηλαδή. 

Απολαύστε την!