Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Γιαγιάδες


Όπως υπάρχουν λογιών-λογιών μαμάδες, υπάρχουν λογιών-λογιών γιαγιάδες. Γιαγιάδες καλοκάγαθες ασπρομαλούσες με λευκό κότσο που πλέκουν ολημερίς και λένε παραμύθια πλάι στο τζάκι (και ζουν συχνότερα στα παραμύθια απ’ ότι στη ζωή), γιαγιάδες στυλάτες ξανθομαλλούσες με φροντισμένα νύχια και γόβες που πάνε τα εγγόνια τους στις παραστάσεις της Λυρικής, γιαγιάδες που ζουν στο χωριό και που βάζουν τα μωρά κατσικάκια μέσα στο σπίτι για «να μη χαλάσουν χατίρι στα παιδιά» και παίζουν όλοι μαζί, γιαγιάδες που εργάζονται σε γραφεία και διακοσμούν τον τοίχο τους με τις ζωγραφιές των εγγονών τους, γιαγιάδες που εργάζονται αμισθί ως μπέιμπυ-σίτερ στα εγγόνια τους, γιαγιάδες που φροντίζουν αλλονών εγγόνια επί πληρωμή, γιαγιάδες που πάνε σε διαδηλώσεις, γιαγιάδες που έχουν κότες και βάζουν μποστάνι, γιαγιάδες που φοράνε μαύρα και γιαγιάδες που φοράνε χαϊμαλιά, γιαγιάδες που πλέκουν βλέποντας τηλεόραση, γιαγιάδες που παίρνουν πτυχία συμβουλευτικής, γιαγιάδες που θέλουν να υποκαταστήσουν τις μαμάδες, γιαγιάδες που υποκαθιστούν τις (μετανάστριες) μαμάδες, γιαγιάδες που μαγειρεύουν ωραία και γιαγιάδες που προτιμούν να παραγγέλνουν φαγητό απέξω… Υπάρχουν γιαγιάδες που βάζουν όρια, αλλά οι περισσότερες δεν διανοούνται να χαλάσουν χατήρι στα εγγόνια τους, και γι αυτό αναπτύσσουν ιδιαίτερη σχέση ζεστασιάς, φροντίδας, συνωμοτικής (ενίοτε) αποδοχής. Το σίγουρο είναι ότι οι γιαγιάδες μας όπως κι αν είναι (ή ήταν) μας επηρεάζουν με τρόπους άλλοτε αντιληπτούς και συνειδητούς, άλλοτε αόρατους και ανεπαίσθητους.

Οι γιαγιάδες μου δεν έμοιαζαν σε τίποτα. Η μία μας έφυγε πριν 3 χρόνια, ένα μήνα πριν τα 95α της γενέθλια. Ηταν κάποια χρόνια κατάκοιτη, δεν άντεχε πια τον ήλιο και δεν έβγαινε πια έξω στη βεράντα ή  στον κήπο της. Η κοπέλα που την πρόσεχε μου έλεγε ότι αναπολούσε τις μέρες που  με είχε σπίτι της μικρή και με φρόντιζε. Μετά από μπόλικα εγκεφαλικά διατηρούσε ακόμα το νου της, και περίμενε να γυρίσει στο σπίτι της από το νοσοκομείο για να πεθάνει (ενώ όλοι περίμεναν και προτιμούσαν να φύγει ‘βολικά’ από το νοσοκομείο). Εφυγε  ήσυχα, 20 λεπτά αφότου έφτασε στο σπίτι. Ισχυρή προσωπικότητα, επιβαλλόταν δικτατορικά σχεδόν στην επικράτειά της (στους  γιούς της, οι νύφες  της και τα εγγόνια της δεν την πολυ-άντεχαν) και απαιτούσε. Δύσκολος άνθρωπος, με άκαμπτες αντιλήψεις, ήθελε να έχει τα πάντα υπό τον έλεγχό της. Μεγάλη κατάλαβα τον πόνο, την πίκρα και την ταλαιπωρία που την έκαναν να λειτουργεί έτσι… Σιγά-σιγά, από θραύσματα συνομιλιών από δω κι από κει, κατάφερα να συνθέσω την ιστορία της ζωής της: υλικό για μυθιστόρημα άλλων εποχών!

Η μητέρα της πέθανε πολύ νωρίς, και όταν ο πατέρας ξαναπαντρεύτηκε την πεντάχρονη μικρή την έστειλε στο χωριό: ένα μικρό, φτωχό, ορεινό χωριό της δυτικής Ηπείρου, μια βουνοκορφή μακριά από τα σύνορα με την Αλβανία. Δεν είχε μάλλον κανέναν επιβλέποντα ενήλικα να τη φροντίζει, όλο το χωριό (ήταν λίγο-πολύ συγγενείς) τη φρόντιζε. Μια νύχτα, λέει, με χιόνι ένα μέτρο, καθώς πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο μόνη της, παραπάτησε, χτύπησε, κι έχασε τις αισθήσεις της. Ωρες αργότερα την βρήκε κάποιος μισοθαμμένη μέσα  στο χιόνι, και έτσι επέζησε. Μερικά χρόνια αργότερα ήρθε και η μητριά με τη μικρή της κόρη στο χωριό, και η 7χρονη Ελένη αναγκάστηκε να τις υπηρετεί. Στα 10 ξαναγύρισε στην Αθήνα, πήγε και λίγο σχολείο, αλλά στα 13 της ο πατέρας της την πάντρεψε με κάποιον, ο οποίος την επανεγκατέστησε και πάλι στο χωριό… Ο παππούς μου στα νιάτα του δούλευε φούρναρης στην Πόλη: ερχόταν στην Ηπειρο για να «σπείρει παιδιά», που έλεγαν τότε, να φέρει χρήματα, και να ξαναφύγει. Η γιαγιά μου ζούσε με την πεθερά της, μεγαλώνοντας γιούς. Ενιωθε ότι η πεθερά της την καταδυνάστευε, βάζοντάς την  σε χειρότερη μοίρα από τους εγγονούς της, και ιδιαίτερα τον πρωτότοκο… Πέρασε περιπέτειες πολλές και δύσκολες, γέννησε 4 αγόρια (τον νεώτερο  στην Αθήνα), κι έμεινε χήρα το 1971. Ο ένας της γιός ξενιτεύτηκε στον Καναδά και πέθανε εκεί, ο άλλος της γιός αυτοκτόνησε στα 50-κάτι του. Ητανε αυστηρή, δεν χάριζε και δεν χαριζόταν σε κανέναν εκτός από τα εγγόνια της (και όχι πάντα), και είχε μέσα της μια μόνιμη πίκρα,  την οποία δεν την άντεχε κανείς για πολύ. Αντιπαθούσε, δε, σφοδρά, σαν κλασσική ελληνίδα πεθερά, τις νύφες της. Απέκτησε 3, οι δύο έφυγαν σε απόσταση ασφαλείας (μία στον Καναδά, η άλλη στη Φινλανδία) και η μητέρα μου επιβίωσε στην ίδια πόλη απλά επειδή έτυχε να είναι ίσης δυναμικότητας και πυγμής.

Τη  θυμάμαι να έχει κουνέλια και κότες (μετά το θάνατό της, ένας στριφνός γηραιός γείτονας μου είπε ότι πολύ παλιά είχε μέχρι και γουρούνια) κι έναν ανθηρό κήπο. Είχαμε πάντα αυγά, θυμάμαι, και πού και πού έσφαζε καμιά κότα για σούπα… Ο κήπος και το κοτέτσι ήταν η χαρά των παιδικών μου χρόνων. Θυμάμαι που κάποτε είχε κόψει μια βερυκοκιά, κι εγώ στενοχωρήθηκα, και κάλυψα τον κομμένο κορμό με λάσπη και ξαναβλάστησε… Εκείνη όμως ήθελε να φυτέψει κάτι άλλο εκεί, και τον ξανάκοψε, και έριξε πετρέλαιο επάνω, οπότε ξεράθηκε και μπόρεσε να την ξεριζώσει για να φυτέψει δεν-θυμάμαι-τι. Τα πρώτα μου μαθήματα κηπουρικής. Είχε μεταφέρει το χωριό στην πόλη (όλα αυτά που περιγράφω γίνονταν στο Χαλάνδρι) γιατί ήταν απλά  θέμα επιβίωσης. Σημειωτέον ότι στη γειτονιά υπάρχει άλλη μία γιαγιά (80-κάτι σήμερα) που καλλιεργεί το οικοπεδάκι δίπλα στο σπίτι της, κι έχει ακόμα κότες! Η γιαγιά της  οποίας το όνομα φέρω σήμερα, εκτός από την αγάπη της (την τόσο ιδιόρρυθμα εκφρασμένη) μου μετέδωσε την αγάπη για τη φύση, για τα ζώα και τα φυτά, και την αγάπη για την αυτάρκεια.

Εφτιαχνε υπέροχο λικέρ κεράσι, και πίττες. Όταν ήθελε να φτιάξει πίττα, άνοιγε φύλλο. Και δεν περιοριζόταν στο σπανάκι της αγοράς. Εβγαινε στη γειτονιά και μάζευε 4-5 ειδών χόρτα, και η πίττα μοσχομύριζε πεντανόστιμη. Λυπήθηκα που την άφησα να φύγει χωρίς να της  ζητήσω να μου μεταδώσει τη γνώση αυτή. Νομίζουμε πως τους δικούς μας ανθρώπους θα τους έχουμε πάντα κοντά μας, και καλά. Αργότερα πονούσε η μέση της και δεν μπορούσε να σκύψει, ούτε έβλεπε καλά για να μου δείξει. Μετά αποτραβήχτηκε, κι έφυγε. Μου άφησε όμως παρακαταθήκη την αγάπη αυτή… (τώρα πια έχω αγοράσει βιβλία με φωτογραφίες για την αναγνώριση των φυτών και των βρώσιμων χόρτων, και  τα παίρνω μαζί μου στις εξοχές, και πάντα σκέφτομαι «τι θα μάζευε η γιαγιά»).

Δεν με άφησε ποτέ να ασχοληθώ με τον κήπο – ήταν ο δικός της κήπος, κι εγώ δεν είχα θέση εκεί. Για τη γιαγιά μου είχα θέση σε κάποιο σχολείο ή πανεπιστήμιο μόνο, μια που για εκεί με πρόοριζε ο πατέρας μου – και η επιθυμία του πατέρα ήταν νόμος για εκείνην, τελεία και παύλα. Ετσι έζησε, εξάλλου. Ακόμα και όταν «αποσύρθηκε από τα εγκόσμια» μένοντας κατάκοιτη, στο όνειρό μου την έβλεπα να κάνει βόλτες και να επιθεωρεί τον κήπο της, να σκαλίζει εδώ και να ξεχορταριάζει απαλά εκεί, λέγοντάς μου με την παρουσία της ότι ο κήπος είναι ακόμα δικός της κι ας μην μπορεί να βρίσκεται εκεί με το υλικό της σώμα! Μια μέρα πριν το οριστικό φευγιό της από το σώμα ήρθε και πάλι στον ύπνο μου και μου έδωσε να καταλάβω ότι αυτό που ήθελε από μένα ήταν να φυτεύω τον κήπο, ναι, και να βάζω τα λουλούδια που της άρεσαν: νεραγκούλες, βιολέττες, τουλίπες, μανουσάκια.

Η άλλη γιαγιά, πάλι, άλλη ιστορία. Ταλαιπωρημένη και αυτή από την πατριαρχία, αλλά η ζωή της ήταν πιο χαρούμενη. Κόρη ενός εμπόρου μετανάστη από τη Σμύρνη, έζησε τα εφηβικά της χρόνια στην Καλαμάτα, σε σπίτι με κήπο, μαζί με τα’ αδέλφια της που ακολούθησαν στα αχνάρια του πατέρα. Στα 16 της ήταν ήδη εργαζόμενη κοπέλλα: καπελλού που έραβε αριστουργήματα για τις κυρίες της εποχής. Είχε, λέει, μάλιστα, ταξιδέψει ως την Αθήνα με τις άλλες καπελλούδες της Πελοποννήσου για να αγοράσουν τσόχες, και θυμάται που έμειναν τρία βράδια σε οικοτροφείο θηλέων. Μιλάμε για την δεκαετία του 1930… Θεωρείτο μεγάλη καλλονή στην εποχή της (την έλεγαν «η λευκή ορτανσία» μου είχε εξομολογηθεί κάποτε ο παππούς), και μετά από ερωτικό φλερτ (μέσω επιστολών, όπως επέτασσε η εποχή) παντρεύτηκε τον παππού μου στα 18. Εκείνος ήταν 6 χρόνια μεγαλύτερός της,  ήδη είχε τελειώσει τη Σχολή Τηλεγραφητών στην Ξάνθη, και εργαζόταν στα Ταχυδρομεία. Σπάνιος νέος  για την ομορφιά του κι αυτός, δεν κάπνιζε, και ήξερε όλους τους ευρωπαϊκούς χορούς. Ηταν ένας γάμος από έρωτα, και παρόλους τους απίστευτους  καυγάδες τους (η κυρά-Θάλεια – έτσι τη φώναζαν όλοι – είχε πνεύμα ανεξάρτητο και χειραφετημένο, ήξερε τις ικανότητές της, ήταν και δυναμική) τους θυμάμαι πάντα σαν ζευγάρι που αγαπιώνταν βαθιά.

Με  την εμπειρία και το ταλέντο της έραβε εκείνη τα ρούχα  των παιδιών της (έκανε πέντε), και είχαν να το λένε το πώς ξεσήκωνε τα φιγουρίνια της εποχής και τα παιδιά της (και η ίδια) ήταν πάντα ντυμένα στην τελευταία λέξη  της  μόδας. Ζούσαν στην οδό Αρκαδίας, στους Αμπελοκήπους, και αργότερα στην Αγία Παρασκευή (το σπίτι τους ήταν και εξακολουθεί να είναι ιδιοκτησία του ΙΚΑ και παραμένει ακόμα στην ίδια μορφή μέσα  σε χορταριασμένο οικόπεδο, Μεσογείων και Πατρόκλου),και τα παιδιά τους πήγαιναν σε ιδιωτικό σχολείο. Πέρασαν την Κατοχή με στερήσεις αλλά όχι με πείνα, μια που είχαν διατηρήσει την επαφή τους με το χωριό, και είχαν λάδι και σταφίδες. Για τις εγκυμοσύνες της η γιαγιά μου είχε πάει μία και μοναδική φορά στο γιατρό. Όταν την έπιαναν οι πόνοι, απλά πήγαινε και γεννούσε. Όταν την έπιασαν οι πόνοι για να γεννήσει τη μητέρα μου, λέει, άφησε τον μεγάλο στη γειτόνισσα, και περπάτησε από την Αρκαδίας μέχρι την Ακαδημίας που ήταν το νοσοκομείο (στο τωρινό Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων), και γέννησε. Δεν είχε άλλο τρόπο να πάει, και μόλις που πρόλαβε…

Στην Αθήνα της δεκαετίας του 50 και του 60, τα  αγαθά ήταν λίγα (και κακής ποιότητας) και προνόμιο ακόμα λιγότερων. Η γιαγιά μου με τις φίλες της είχαν ανακαλύψει «τους Αμερικάνους». Ηταν συνήθως οικογένειες στρατιωτικών που στέλνονταν στις εδώ Βάσεις (στις «Βάσεις του Θανάτου» που λέγαμε ως εξεγερμένα νειάτα στη δική μου εποχή) για ένα, δύο, ή περισσότερα χρόνια, έφερναν την οικοσκευή τους με έξοδα του Αμερικάνικου στρατού στην Ελλάδα, αλλά έπρεπε να την μετακομίσουν με δικά τους έξοδα πίσω, οπότε πουλούσαν τα πράγματά τους. Κουζίνες, ψυγεία, κρεββάτια, παιχνίδια, βιβλία, ρούχα, μπιμπελό, όλα προς πώληση. Η γιαγιά μου αγόραζε (το σπίτι της ήταν ασφυκτικά γεμάτο από χιλιάδες πανέμορφα αντικείμενα τα οποία χάνονταν μέσα στον απίστευτο συνωστισμό), και ενίοτε πουλούσε σε γνωστές και φίλες, προκειμένου να έχει δικά της χρήματα. Επεδίωκε πάντα να είναι οικονομικά ανεξάρτητη, δεν ήθελε «να δίνει λογαριασμό» σε κανέναν, η ανεξαρτησία και η αυτοδιάθεση ήταν αξίες ζωής γι αυτήν. Θυμάμαι κάποτε που σηκώθηκε και έφυγε ένα πρωί, λέγοντας απλά στον παππού μου ότι θα πάει για μια βδομάδα στην Ιταλία! Της άρεσαν οι βόλτες, και μόλις έπιανε λεφτά στα χέρια της τα φύλαγε για ταξίδια. Εμένα  μ’ έπαιρνε κάθε χρόνο και πηγαίναμε στην Εκθεση Θεσσαλονίκης, να δούμε την έκθεση, αλλά να δούμε και τις φιλενάδες της. Και όταν ήτανε η σειρά  της να με κρατήσει, ως παιδί, σπάνια μέναμε στο σπίτι, μπαίναμε στο λεωφορείο και πηγαίναμε στο Κεφαλάρι, στη Γλυφάδα, ή  στο Διόνυσο.

Όπως πολλοί τότε, έτσι κι εκείνη είχε ελπίσει βαθιά κι είχε πιστέψει στο «Γέρο της Δημοκρατίας», και με  τη Χούντα ασφυκτιούσε. Είναι μάλλον θαύμα το ότι δεν την είχαν συλλάβει εκείνο τον καιρό, γιατί τη θυμάμαι να βρίζει τον Παπαδόπουλο και να εξαίρει τον Παπανδρέου δημόσια, μέσα  στα λεωφορεία, γενομένης συζητήσεως! Δεν χώνεψε ποτέ τον Καραμανλή. Κατέβαινε πάντα στις πορείες του Πολυτεχνείου, από πολύ πριν καθιερωθούν στον πολύ κόσμο. Με τη γιαγιά μου πήγα στην πρώτη μου πορεία, πρώτη λυκείου με κοπάνα απ’ το σχολείο, και φυσικά οι γονείς μου δεν το ξέρουν ακόμα! (Αν ποτέ διαβάσουν αυτό το κείμενο θα το μάθουν!) Στη μεγάλη εκείνη προεκλογική συγκέντρωση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981, που όλη η οικογένεια έβλεπε από την τηλεόραση (η γιαγιά απούσα), την είδαμε σκαρφαλωμένη σε μία στάση στο Σύνταγμα. Νομίζω κράταγε και πράσινο μπαλόνι! Ηταν ήδη 60-κάτι ετών.

Πριν από ένα χρόνο και κάτι μήνες έχασε τον παππού μου, 99 ετών παρά κάτι μήνες, και αυτό κλόνισε όλο τον κόσμο της: είχαν ζήσει μαζί πάνω από 70 χρόνια, έρωτα, παιδιά, πόλεμο, εγγόνια, ταξίδια, δισέγγονα, ιστορίες αμέτρητες. Του θύμωσε, φυσικά, που έφυγε πρώτος, γιατί ποτέ  δεν άντεχε να μένει μόνη της για πολύ, ειδικά  στο σπίτι. Λίγο μετά το μνημόσυνο έπεσε από μία καρέκλα (πάντα επιδιδόταν στα ακροβατικά, το ΚΑΤ την ήξερε καλά) κι έσπασε το κεφάλι της, αλλά αυτό ήταν όλο. Τώρα ζει στην κόρη της, σε μια παράξενα  συγκινητική κατάσταση. Το πρόσωπό της έχει ξαναστρογγυλέψει, και θυμίζει θλιμμένο μωρό στη μορφή και στην ψυχή.

Αυτό το κείμενο κάπου πρέπει να τελειώσει. Οι ιστορίες των γιαγιάδων μου είναι ατελείωτες, όμως. Καθώς γράφω τις νιώθω να έρχονται κοντά μου – η γιαγιά μου η Ελένη έχει γαληνέψει πια και είναι μία διακριτική παρουσία – και να  μου θυμίζουν κι άλλες  ιστορίες και σκηνές και καταστάσεις… Σα να μου ψιθυρίζουν «γράψε κι αυτό, κι αυτό». Ετσι γράφτηκε το κείμενο αυτό. Με απέραντη ευγνωμοσύνη στις δύο απίθανες γιαγιάδες μου, που σφράγισαν τη ζωή μου η καθεμιά με τους δικούς της τρόπους. Και ξέρω ότι με το δικό τους τρόπο είναι κι οι δυό περήφανες για μένα τώρα πια.