Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Ο Σπόρος που ήθελε να γίνει Δάσος

Πριν 5-6 χρόνια πρωτοακούσαμε αυτό το τραγούδι σαν οικογένεια. Στην αρχή το σιγομουρμούριζαν κάποιες φίλες, άσχετες και άγνωστες μεταξύ τους, που το είχαν ακούσει λάιβ από την τραγουδοποιό, και μιλούσαν γι αυτήν με θέρμη: "παίρνει τσιγγάνικες μελωδίες και τους βάζει δικούς της  στίχους, απίθανους, θα σ' αρέσει, να πάς!" μου έλεγαν. Πήγα κι εγώ λοιπόν ν' ακούσω τη Νικολέττα Αναστασίου που τραγουδούσε τότε στον "Πυρήνα", με τους μουσικούς της, κι ενθουσιάστηκα, κι αγόρασα το σιντί. Τόσο πολύ είχα ενθουσιαστεί, που αγόρασα τότε το σιντί για αρκετούς φίλους, οι οποίοι μετέπειτα έγιναν fans της Νικολέττας!
Στην παράσταση εκείνη, η Νικολέττα δεν τραγουδούσε απλά, αλλά έλεγε μια ιστορία: μια ιστορία για ένα καραβάνι "παράξενων ανθρώπων" από κάθε φυλή και εθνότητα, που ταξίδευε ανά τον κόσμο... Τα τραγούδια της μιλούσαν για τους ανθρώπους  αυτούς, τις δικές τους ιστορίες, τα δικά τους συναισθήματα, όπως επίσης και τα έθιμα του καραβανιού. Ο Σπόρος, που για κάποιο λόγο έγινε το αγαπημένο τραγούδι του γιού μου (και το ακούγαμε διαρκώς μέσα στο αυτοκίνητο μέχρι να μας χαλάσει το σιντί!) ήταν το τραγούδι με το οποίο δίδασκε τα παιδιά του Καραβανιού ο "δάσκαλος της θέλησης". Με συγκινούσε, με συγκινεί και τώρα.


Ολα τα τραγούδια της Νικολέττας μιλούν για τη χαρά και τα βάθη της ζωής, όλα της τα τραγούδια (όπως και τα παραμύθια της που ντύνει αναλόγως με τραγούδια και μουσικές) μιλούν για τον αγώνα του ανθρώπου να βρεί την ουσία του εαυτού του, να τη γευτεί, να τη χαρεί, να αφήσει πίσω του τα εμπόδια που τον αντιστρατεύονται για να εκφράσει τον βαθύτερο εαυτό του. Ισως επειδή οι περισσότερες μελωδίες της είναι παραδοσιακές τσιγγάνικες, τα τραγούδια αυτά έχουν και κάτι το ελεύθερο, το διονυσιακό!

Η Νικολέττα έχει γράψει άλλο ένα τραγούδι για σπόρους. Είναι για δυό φωνές που κάνουν ηχώ  η μία στην άλλη, και λέει:
"Μες στο νου μου θα φυτέψω ένα σπόρο καθαρό
Στην πηγή μου θα πηγαίνω να του φέρνω το νερό
Και το δέντρο θα ποτίζω με τα χέρια μου εγώ
Κι όσο εγώ θα το ποτίζω αυτό θα γίνεται γερό
Κι όταν άνθη θα γεμίσει τότε εγώ θα το χαρώ
Κι όταν η χαρά  καρπίσει τότε θα τη μοιραστώ"

Θεωρώ από τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μου τις φορές που η Νικολέττα μου έκανε την τιμή να τραγουδήσω μαζί της. Την πρώτη φορά μάλιστα, ήταν σε μια γιορτή του Πελίτι! Εσπειρε μέσα μου σπόρους που τώρα βλέπω σιγά-σιγά βλασταίνουν...

Αλλες ιστορίες για σπόρους, που σιγά-σιγά σπέρνονται και βλασταίνουν
Το Πελίτι

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Μακ-Κουήν

Ο γάτος με τη γραντσουνισμένη μύτη κοιμάται στο κρεββάτι μου. Εκεί ψηλά νιώθει το χώρο μου δικό του, εκεί βολεύεται, εκεί τον είχε αφήσει η μαμά του μαζί με τις δυό του αδελφές όταν εξαφανίστηκε. Εκεί μεγάλωσε.

Βολεύεται επίσης σε αγκαλιές ζεστές, μεγάλες, που φορούν χοντρά πουλόβερ ή χουχουλιάρικες ρόμπες. Ζητά την άδεια να ανέβει, με τα μάτια ή τη φωνή, κάνει έναν πήδο κατακόρυφο χωρίς να βγάλει ούτε νύχι, και βολεύεται. Και αφού καλοκαθίσει και ησυχάσει, γυρνάει ανάσκελα σαν το μωρό που πάει να θηλάσει. Απ' την ασφάλεια της αγκαλιάς, πλέον, γυρνάει και κοιτάζει τ' αγαπημένα πρόσωπα και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα με ενδιαφέρον.


Ο γάτος με τη γραντσουνισμένη μύτη δε βγάζει νύχια, δεν γαντζώνεται, δεν πληγώνει. Αμα θυμώσει το δείχνει με κάτι τσαντισμένες δαγκωνιές που ξέρει οτι δεν επιτρέπονται, κι αμέσως μετά μαζεύεται και λουφάζει. Δεν ενοχλείται όταν τον ζουλάμε, ούτε όταν τον σφίγγουμε στην αγκαλιά μας, όπως οι άλλες γάτες. Κάθεται και τ' απολαμβάνει, σαν (σχεδόν καλόβολο) παιδάκι. Και γουργουρίζει, και γουργουρίζει, δίνει φιλιά μουσουδιστά και διεκδικεί τα δικά μας μύτη-μύτη. Εχει πια μάθει τα χούγια και τα χάδια τα ανθρώπινα, κι εμείς έχουμε μάθει τα δικά του. Μας δίδαξε τη γλώσσα του κι έμαθε τη δική μας.

Τίγρος με άσπρο τρίγωνο στη μύτη, άσπρο λαιμό, άσπρες πατούσες. Ωραίο το γατίσιο του προφίλ. Ο γάτος με τη γραντσουνισμένη μύτη πίνει νερό από τη βρύση, τα ποτήρια, και τους λάκκους που αφήνει η βροχή.

Λατρεύει το νονό του που τον βάφτισε με τ' όνομα του ήρωα της ταινίας που αγαπούσε τότε. Λατρεύει τις σαύρες, τα πουλιά, και τα ποντίκια. Λατρεύει τον μεγάλο άντρα της οικογένειας, την μεγάλη αγκαλιά και καταφυγή όλων μας. Εμένα μου αρέσει να σκέφτομαι οτι έχω μια δικιά μου θέση στην καρδιά του.

Οσο μεγαλώνει γίνεται λίγο λιγότερο ομιλητικός,λίγο περισσότερο τρυφερός, λίγο λιγότερο τσαντίλας. Ο μόνος γάτος που δε ζηλεύει είναι ο Μότσαρτ, και παλαιότερα ο Χνούδης-Γκάρφιλντ. Με τα αγόρια τα πάει καλύτερα. Μαζί τρελλαίνονται στα παιχνίδια και στην ελληνογατική πάλη.


Ο γάτος με τη γραντσουνισμένη μύτη δεν είναι ο ομορφότερος από τους γάτους μας, ούτε ο πιο γλυκούλης, ούτε ο πιο τρυφερός, ούτε ο πιο έξυπνος, ούτε ο πιο καλόψυχος, ούτε ο πιο απαλός, ούτε διαθέτει καμιά σούπερ-λαμπερή προσωπικότητα. Για κάποιο λόγο ακατανόητο στη συνήθη λογική των χαρακτηρισμών και των χαρακτηριστικών, είναι ο γάτος ο πιο δικός μας, ο πιο οικείος, ο γάτος ο πιο κοντινός στην καρδιά και στα χούγια μας. Είναι ο γάτος που μου επιτρέπει και μου συγχωρεί τα πάντα (εφόσον πάντα του ζητήσω τη δέουσα συγγνώμη). Δεν είναι οτι μας αγαπάει δουλικά, κάθε άλλο. Διατηρεί τα γατίσια του δικαιώματα ως κόρην οφθαλμού, και συγχρόνως βολεύεται ζεστά για λίγο στο στήθος μας με τη μύτη του στη μύτη μας, ή στην αγκαλιά μας καθώς διαβάζουμε απορροφημένοι, ή ανάσκελα στον ήλιο, και είναι ευτυχισμένος.



Ο γάτος με τη γραντσουνισμένη μύτη μου μεταδίδει την ευτυχία του.