Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Ενα καλοκαίρι πρίμα βίστα

Το καλοκαίρι είναι εποχή συγκομιδής, συνήθως. Κι άμα δεν έχεις σπείρει, δεν έχεις καλλιεργήσει κάτι όλο το χρόνο, θα πεις, τι να συγκομίσεις;

Ολο το χρόνο σπέρνουμε και καλλιεργούμε ιδέες, σχέδια, συναισθήματα, καταστάσεις, σχέσεις, εργασίες, ένα σωρό πράγματα. Ερχεται το καλοκαίρι, και κάποια πράγματα καρποφορούν, και έτσι έχουμε τη σοδειά μας για τροφή, απόλαυση, σκέψη, ή σωφρονισμό.



Φέτος όλα μας τα σχέδια και οι προγραμματισμοί διαλύθηκαν στον αέρα, και ζούμε ένα καλοκαίρι «πρίμα βίστα». Με πολλές ιστορίες.

Πρώτη φορά έφυγε η μεσαία κόρη «μόνη», με το γιό αγαπημένης φίλης, να πάει στην κατασκήνωση χωρίς επίβλεψη ενήλικα. Σε μέρος άγνωστο γι αυτήν, αλλάζοντας λεωφορεία. Μια εμπειρία ωρίμανσης σοβαρή, και για τα δυό παιδιά, κι ας μη μιλάνε για αυτή (περνώντας τη φάση του "δε λέμε τίποτα στους μεγάλους"). Αυτοδιαχείριση, ανεξαρτησία, εμπιστοσύνη.

Η μεγάλη κόρη δοκίμασε την εμπειρία του να τραγουδάς στη σκηνή του Ηρωδείου, του να παίρνεις μέρος σε μία μεγάλη λυρική παραγωγή – τη φροντίδα να είσαι εκεί στην ώρα σου με φτιαγμένα μαλλιά, να μη χάσεις το ειδικό πάσο (το έχασε!), να φροντίσεις τη βραδινή μετάβαση στο σπίτι αφότου έχει κλείσει το μετρό, κι άλλα πολλά. Μεγάλες ώρες για ένα 17χρονο παιδί. Και μετά, η απρόσμενη διάθεσή της να πάει ένα μικρό ταξιδάκι με μια δική μου φίλη: διάθεση για περιπέτεια, για αλλαγή, για εμπειρίες που δεν θα είχε εάν έμενε με την οικογένεια. Φούσκωσα από υπερηφάνεια όταν αργότερα, μιλώντας με τη φιλενάδα μου, μου είπε τι καλή παρέα που ήταν η έφηβη κόρη μου: μιλήσαμε για τα πάντα, μου είπε, μα τα πάντα. Για σχέδια, για σχέσεις… Και ήταν να σα να μιλούσα με ενήλικα, τόσο άνετα, χαλαρά, και ώριμα.

Νωρίτερα, είχαμε επισκεφθεί το σπίτι φίλων που μας φιλοξένησαν, με τα δύο μικρότερα παιδιά. Σαν χαζοί μεγάλοι, θεωρήσαμε ότι τουλάχιστον τα δύο αγόρια θα έκαναν παρέα, γιατί οι ηλικίες τους είναι «κοντά». Δεν υπολογίσαμε τις αλλιώτικες προσωπικότητες ενός «τρίτου παιδιού» και ενός μοναχοπαιδιού, και πόσο ασύμβατες μπορεί να είναι.

Ένα απόγευμα πήγαμε μια βόλτα για μπάνιο οι δυό μας με το γιό μου. Καταλήξαμε σε μια μικρή παραλία πλάι σε ένα εκκλησάκι, να μιλάμε για τη ζωή και το θάνατο, για το νόημα της ζωής του κάθε ανθρώπου, για τους ανθρώπους που αγαπάμε και συναναστρεφόμαστε – όλα αυτά, χαζεύοντας και μαζεύοντας πετρούλες, κελύφη αχινών και θαλασσόξυλα. Δεν κολυμπήσαμε. Όταν σκοτείνιασε για τα καλά, και αναλογιστήκαμε και τη μεγάλη ανηφόρα του γυρισμού, τηλεφωνήσαμε στον σύντροφό μου και ήρθε να μας πάρει με το αυτοκίνητο. Ενιωσα ότι έζησα 2 ώρες μ’ ένα μεγάλο δάσκαλο. Που λίγα λεπτά αργότερα μιλούσε για ποδόσφαιρο και έπαιζε στο τάμπλετ.



Επισκεφθήκαμε τους Δελφούς. Εκεί με περίμενε μία άλλη έκπληξη. Θεωρώντας ότι τα παιδιά γενικά δεν ενδιαφέρονται γι αυτά, υπολόγισα ότι θα κάνουμε μία μικρή βόλτα, θα πούμε 5 πράγματα, και θα φύγουμε. Τα παιδιά μας πρήζουν τόσο συχνά με αυτό το αέναο «βαριέμαι»… Ειδικά οι έφηβοι. Οτιδήποτε έχει να κάνει με οτιδήποτε μαθαίνουν στο σχολείο, παίρνει στάμπα: «βαριέεεεεεεεμαι». Ξαφνιάστηκα λοιπόν όταν η μεσαία (πάλαι ποτέ καλικαντζαράκι) προσπαθούσε να διαβάσει και να καταλάβει κάθε επιγραφή που έβλεπε μπροστά της! Κρεμόταν από τα χείλη του συντρόφου μου, ο οποίος τους έκανε πλήρη ιστορική και θεολογική ξενάγηση του τόπου. Και στο μουσείο! Τους έπιασα μάλιστα να κουβεντιάζουν το τι σημαίνει εκφυλισμός μίας θρησκείας, και τσιμπιόμουνα να δω εάν ονειρεύομαι. («Τα παιδιά μου είναι αυτά; Wtf…») Μείναμε 2μιση ώρες μες στο καυτό καταμεσήμερο, και δεν μας φάνηκε καθόλου.



Σημείο φωτεινό του καλοκαιριού, τα Εξάρχεια. Η μάλλον, η ανάγνωση της Ιλιάδας σε ανηφορικό πεζόδρομο των Εξαρχείων, σε ψάθες και καρέκλες από το Βοξ, με υγρή κουφόβραση. Δώδεκα νύχτες, δυό ραψωδίες τη βραδιά. Αναγνώστρια, η Μάνια Μαράτου, φίλη από τα παλιά και αφηγήτρια με βάθος. Διάβαζε το κείμενο στη μετάφραση του Πολυλά, από το ίδιο το βιβλίο που έκανε στο γυμνάσιο, με τις σημειώσεις του 13χρονου εαυτού της στα περιθώρια. Μια εμπειρία που με άγγιξε βαθιά: ως παιδί η Ιλιάδα ήταν το αγαπημένο μου έπος, ζούσα σχεδόν μέσα σ’ αυτό, το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα και έφτιαχνα με το νου μου εικόνες, αναλογιζόμουν την έννοια του ηρωισμού, συμπαθούσα και αντιπαθούσα τους διάφορους χαρακτήρες, και φυσικά υποστήριζα τους Τρώες! Τώρα, πλησιάζοντας μισό αιώνα επάνω στον πλανήτη, το άκουγα με άλλα αυτιά. Αυτή τη φορά ήταν ο θαυμασμός μου για τη γλώσσα, τις εικόνες, τις ατάκες («ποίον έπος φύγεν έρκος οδόντων;» «αιδώς, Αργείοι!»), και τη συνειδητοποίηση ότι ακούω μία από τις ιστορίες που σημάδεψαν βαθιά τον δυτικό πολιτισμό… Εκεί, στα σκαλάκια της οδού Θεμιστοκλέους τα ημιφωτισμένα, που κάποτε (όχι τόσο παλιά) έκαναν πιάτσα οι ναρκέμποροι του λεκανοπεδίου, καθόμαστε 20-30 άνθρωποι γείτονες από κάθε γωνιά της Αθήνας, και ακούγαμε ευλαβικά Ομηρο. Σαν το κρυφό σχολειό.



Την πρώτη φορά πήρα μαζί μου το γιό. Δέλεαρ η αγορά βιβλίου με δράκους, για το καλοκαίρι. Δεν του άρεσε: ούτε εξοικείωση είχε με τη γλώσσα του Πολυλά, ούτε μπορούσε να συγκεντρωθεί για τόση ώρα σε ακουστικό ερέθισμα («θα προτιμούσα να το διαβάσω εγώ ο ίδιος με την ησυχία μου – είμαι οπτικός τύπος, ακόμα δεν το έχεις καταλάβει βρε μαμά;»). Κάποια στιγμή, με συνόδευσε και ο καλός μου. Ούτε εκείνος ενθουσιάστηκε (έχοντας ζήσει τον πόλεμο, δεν αντέχει τις περιγραφές του). Τις κόρες μου ουδεμία περίπτωση να τις ψήσω, ούτε για την εμπειρία! Ηρθαν όμως οι φίλες και οι φίλοι μου – και ένα βράδυ, μετά την ανάγνωση, είχε και swing street party, και χορέψαμε κιόλας. Τελειώνοντας η ανάγνωση του έπους είχα επανασυνδεθεί με την παλιά μου φίλη, είχα πιεί κρασάκι με σπιτικό μεζεδάκι στη γειτονιά της Θεμιστοκλέους, είχα γίνει πιο πλούσια σε κατανόηση του κόσμου.

Μετά ήρθε η ώρα για  τις δικές μας διακοπές σαν ζευγάρι (με όλες τις ενοχές που αυτό συνεπάγεται). Αυτό συνήθως σημαίνει ελεύθερη κατασκήνωση στη φύση, σε μέρος νέο κάθε φορά, που είθισται να μην πιάνει το κινητό. Τα παιδιά διασκορπισμένα σε παπουδογιαγιάδες και συγγενείς. Παρότι οι διακοπές αυτές είναι τόσο σημαντικές, επένδυση χρόνου στη σχέση με τον εαυτό μου και τον σύντροφό μου για όλη τη χρονιά, η μισή μου καρδιά είναι πάντα στα παιδιά – πώς περνούν, εάν ζορίζονται με κάτι, τι κάνουν μακριά μου… Και πάντα με τη σκέψη ότι τους στερώ τη μαμά τους, πάντα να υπολογίζω εάν θα τους άρεσε να έρχονταν εδώ – πώς είναι η θάλασσα; Έχει πολλά έντομα; Θα μπορούσαν να έρθουν με τους φίλους τους; Θα τους ενοχλούσαν αυτά τα βότσαλα; Θα τους άρεσε ο βυθός;

Γυρνώντας βρήκα αναπάντεχα στο σπίτι τη μικρή μου: μετά από πρότερο καυγά και τα μούτρα που επακολούθησαν, ήταν μία από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις του καλοκαιριού! Και παρά τις τεταμένες σχέσεις των τελευταίων εβδομάδων, μην πω χρόνων, ζήσαμε λίγες μέρες εγγύτητας, χαλαρότητας και αρμονίας. Με αγκαλιές, κουβέντες, και χαμόγελα. Άλλο ένα δώρο του φετινού καλοκαιριού.



Πλησιάζει Δεκαπενταύγουστος. Η μέρα που αποβραδίς την περνάμε μαζί και πηγαίνουμε τελετουργικά στην εκκλησία με τη μεγάλη. Την περιμένω, χωρίς κάποιο σημαντικό υλικό δώρο για τη γιορτή, αλλά με την καρδιά μου ορθάνοιχτη, δική της.


Νιώθω μια πικρόγλυκη γεύση σαν να τελείωσε το καλοκαίρι. Αλλά το καλοκαίρι δεν τελείωσε ακόμα.