Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

H Ταυτότητα

Λένε ότι η ψυχή δεν έχει φύλο. Λένε ότι η κάθε ψυχή είναι (ή έχει) μια νότα, μία συχνότητα δηλαδή, απολύτως μοναδική. Λένε επίσης κάποιοι ότι το φύλο βιώνεται στην καρδιά, ασχέτως βιολογίας, ασχέτως φυσικών γεννητικών οργάνων, ασχέτως σεξουαλικότητας.

Ξέρουμε επίσης ότι το κοινωνικό φύλο κατασκευάζεται: πώς «θέλει» η κοινωνία τα άρρενα, και πώς τα θήλεα μέλη της. Στη δική μας κοινωνία βομβαρδιζόμαστε κυριολεκτικά από εικόνες γυναικών με τέτοιο κι αλλιώτικο στήθος, νύχια, μαλλιά, μακιγιάζ, παπούτσια, αλλά και με αποδεκτές «νόρμες» του τι σημαίνει να είσαι γυναίκα, θήλυ. Το αυτό και με τους άντρες – τέτοια μπράτσα, τέτοια κουρέματα, τέτοιες ενασχολήσεις, τέτοια επαγγέλματα. Κι επειδή η κοινωνία μας είναι από χιλιετίες πατριαρχική, δίνει μεγαλύτερη αξία (αλλά και «κανονικότητα») στα αρσενικά της στοιχεία. Η, τελοσπάντων, σ’ αυτά που θεωρεί ως αρσενικά στοιχεία (τη γενναιότητα τη λέμε ‘ανδρεία’, αλλά εγώ γνώρισα περισσότερες γενναίες γυναίκες από άντρες στη ζωή μου…)

Και έρχεται μια ευλογημένη ώρα, που κάποια μέλη της κατά τα άλλα εφησυχασμένης κοινωνίας μας, αναρωτιούνται: μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα;

Γιατί εγώ δεν νιώθω κορίτσι (ή αγόρι – ανάλογα); Τι σημαίνει «νιώθω κορίτσι», τελικά; Τι αντικρίζω όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη; Γιατί πρέπει η βιολογία μου (τα γεννητικά μου όργανα) να καθορίζουν την εικόνα μου; Η, ακόμα βαθύτερα, την αληθινή μου ταυτότητα; (΄Οποια και να είναι αυτή, όποτε και αν την – ή δεν την – ανακαλύψω). Γιατί θα πρέπει να έλξω έναν άντρα (ή μια γυναίκα) με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο, με κάποια συγκεκριμένη εικόνα; Γιατί πρέπει να περιορίζω την αντίληψή μου, την υπέροχη μοναδική ταυτότητά μου σε κάτι τόσο δυαδικό/περιοριστικό/υλικό όπως η βιολογία μου; Γιατί τελικά να είμαι όπως με θέλουν οι άλλοι;

Προφανώς δεν τα αναρωτιούνται όλοι αυτά. Πολύτιμοι λίγοι και λίγες ανάμεσά μας τις βρίσκουν μέσα τους τις διεργασίες αυτές. Παλιότερα αυτά αποσιωπώνταν, κρυβόντουσαν, «για να μην ταράξουν» τα ήσυχα τακτοποιημένα νερά της κοινωνίας – σήμερα, ευτυχώς, έχουμε το δώρο της ορατότητας χάρη στην έκθεση και την θυσία κάποιων γενναίων ψυχών.

Με όλα αυτά στο νου, μεγάλωσα το πρώτο μου παιδί με χρώματα και παιχνίδια «ουδέτερα» - όσα αγόραζα εγώ, δηλαδή, γιατί οι φίλοι και συγγενείς έπαιρναν δώρα ανάλογα με την τρέχουσα αντίληψη του φύλου της. Πέρασε μέσα από όλα τα κοριτσίστικα γούστα: από βαμμένα νύχια, μπάρμπι, ροζ ρούχα και αξεσουάρ (φιογκάκια, κοκκαλάκια, γραφικά είδη, αυτοκόλλητα, τα πάντα όλα), μακριά ‘θηλυκά’ μαλλιά, φουστάνια, ‘σέξυ’ μπουστάκια, ψηλά τακούνια. Όλα αυτά εγώ  τα παρατηρούσα, δεν ήταν όλα του δικού μου γούστου, αλλά ήταν του δικού της, οπότε τι να πει και η μάνα; Το πολύ-πολύ να κοιτάξει λιγάκι στραβά τα νούμερο 29 ασημί παπούτσι με τα στρας, αλλά μέχρι εκεί.

Με συγκινούσε απλά που μεγάλωνε και ομόρφαινε και άνθιζε. Χαζομαμά for ever. Και υπήρχαν άλλα δύο μικρά πλάσματα μετά από εκείνη, το καθένα με τη δική του ταυτότητα, τη δική του απόλυτη μοναδικότητα.

Όταν, στο σχολείο ακόμα, έγινε φίλη και υποστηρίκτρια των ομοφυλόφιλων συμμαθητών/τριών της, κι άρχισε να πηγαίνει στα pride, εγώ ένιωσα πολύ περήφανη: το παιδί μου υποστηρίζει τους αόρατους, τους καταδιωγμένους και καταπιεσμένους. Την τραβούσε φανερά αυτό το κομμάτι της κοινωνίας, αυτή η έκφανση της ανθρώπινης εμπειρίας. Μέχρι εδώ καλά – όλα αυτά τα είχα βιώσει κι εγώ, τα σκεφτόμουν, τα ζούσα κι εγώ στην ηλικία της. Τα πάντα σχεδόν: την ίση έλξη προς τα δύο φύλα, τη στήριξη των ομοφυλόφιλων φίλων μου, τη βίωση του «δεν είμαι άντρας ούτε γυναίκα», αυτή την ιδιαίτερη φιλία με το αντίθετο φύλο επί ίσοις όροις, ακόμα και το «αγορίστικο» ντύσιμο και μαλλιά (θυμάμαι κάποια στιγμή που άκουσα τη μητέρα μου να λέει σε κάποιον, δεν θυμάμαι ποιόν, όταν νόμιζε πως δεν άκουγα, ότι «έτσι όπως ντύνεται η κόρη μου μάλλον θα ήθελε να είναι αγόρι» - ήμουν-δεν-ήμουν 21 χρόνων).

Η αλήθεια είναι πως μέχρι να τα βρώ με τη θηλυκή μου πλευρά («τη γυναικεία μου φύση» όπως είθισται να λέγεται) προτιμούσα να μην είμαι τίποτα – μέσα στην πατριαρχία η γυναίκα έχει τη θέση του κτήματος, του σεξουαλικού αντικειμένου, της μηχανής αναπαραγωγής, του τρόπαιου, της υπηρέτριας των δυναστών της. Δεν έχει Φωνή. Και για να παραμένει στη θέση αυτή, γαλουχείται με ντροπή και φόβο, γαλουχείται στο να εκχωρεί την τεράστια δύναμή της (δύναμη καρδιάς!) σε όποιον την «αγαπά»…

Πέρασα τη νεανική μου ηλικία με τεράστιο και άσβεστο θυμό: Είμαι Ανθρωπος! Ελεγα. Ανήκω μόνο στον εαυτό μου, στο Θεό και Ουρανό μου - ο σκοπός και το νόημα της ζωής μου μπορεί να περιλαμβάνει και την αναπαραγωγή αλλά σίγουρα δεν είναι μόνο αυτό - θέλω να υπηρετώ τον πλησίον, ναι, αλλά από θέση δύναμης όχι από θέση αδυναμίας. Θέλω να βάζω όρια. Θέλω να έχω Φωνή, να εκφράζω τα βάθη μου, χωρίς να ντρέπομαι, ούτε να φοβάμαι. Το σώμα μου ανήκει σε μένα γιατί σε μένα δόθηκε από τη φύση – ούτε στον πατέρα ούτε στον αδελφό ούτε στον άντρα μου!

Πονάει βαθειά το να γεννηθείς θηλυκό στην κοινωνία αυτή σήμερα.

Όλα αυτά συνεχίζουν να είναι διαρκή στοιχήματα με τον εαυτό μου, με το υποσυνείδητο μου και το συλλογικό ασυνείδητο του γυναικείου φύλου επάνω στον πλανήτη μας, διαρκείς διαπραγματεύσεις με τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες βρίσκομαι. «Κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια». Και: «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή».

Συν τω χρόνω με τη βιολογία μου (το «φύλο» μου) τα βρήκα θαυμάσια, συνειδητοποιώντας τα δώρα και τις δυνατότητες δημιουργικότητας και αντίληψης που μου δίνει. Συνδέθηκα με το εσώτερο και το μοναδικό εντός μου, και αποδέχθηκα τα μαθήματα που είχα να πάρω (και να δώσω) ως «γυναίκα» στην ενσάρκωση αυτή. Επρεπε να το αρνηθώ για να μπορέσω να το δω με άλλα μάτια, έπρεπε να αποδεχτώ το δώρο με το τίμημά του, και να το τιμήσω…

Και τώρα βιώνω ένα σοκ που δεν περίμενα να το βιώσω: η κόρη μου προτιμά, θέλει και απαιτεί, να της απευθύνομαι με ουδέτερο ή αρσενικό άρθρο, και όχι θηλυκό. Τέρμα τα «κοριτσάκι μου», τα «γλυκειά μου», τα «όμορφη», τα «κόρη μου». Τέρμα οι αναφορές στην όποια θηλυκότητα. Αυτή η θηλυκότητα που εγώ έκανα τιτάνιο εσωτερικό αγώνα για να αποδεχτώ και να τιμήσω και να εκφράσω τελικά, είναι απορριπτέα από το παιδί μου.


Με έκπληξη διαπίστωσα ότι με στενοχωρεί, με λυπεί, νιώθω μέσα μου ένα πένθος, και μια βαθειά ανησυχία: θα είναι ευτυχισμένο το παιδί μου; Ή μήπως υπογράφει συμβόλαιο με τη διαρκή δυστυχία, την εσωτερική σύγκρουση, τον διαρκή θυμό; Ολες αυτές οι «ταμπέλες» του αυτοπροσδιορισμού (ως gay, bisexual, pansexual, transgender, κτλ κτλ κτλ διαρκώς δημιουργούνται νέες απ’ ότι μαθαίνω), μήπως περιορίζουν αντί να ελευθερώνουν; Λέω. Και φοβάμαι, και ανησυχώ. Και δεν κοιμάμαι νύχτες, και ξυπνάω με θλίψη. Θλίψη γιατί; Πάλι λέω.

Θλίψη γιατί; Γιατί φόβος, γιατί ανησυχία; Οκ, η ανησυχία είναι εμφύτευμα-πακέτο με τη μητρότητα. Τι φοβάμαι, τελικά, και γιατί θλίβομαι; Μην είναι οι φωνές της κοινωνίας εντός μου, που επαναστατούν σε κάθε ριζική αλλαγή, σε κάθε ξεβόλεμα, σε κάθε νέα πλεύση, σε κάθε τι το διαφορετικό που δυνάμει οδηγεί σε μία «έκθεση»; Αρχίζω να καταλαβαίνω τους γονείς μου – να που έφτασε κι αυτή η ώρα! Ευλογημένη ώρα, γιατί τώρα μπορώ να συγχωρήσω. Και να πάω παραπέρα, να αποδεχτώ και να τιμήσω τις επιλογές του υπέροχου πλάσματος που έφερα στον κόσμο.

Εκείνο με τίμησε μια δεύτερη φορά: όπως βρήκα το πρώτο της όνομα, και φρόντισα να το πάρει, μου ζήτησε να βρω και το όνομα της δεύτερης ταυτότητας. Ταυτότητάς του, πλέον. Διάλεξα ένα αγαπημένο δέντρο, που χάρη της ευκαμψίας του δεν σπάει από τους ανέμους, που είναι θεραπευτικό (από το φλοιό του φτιάχνουν αυτό που σήμερα ονομάζουμε ασπιρίνη), και χρήσιμο (από τα κλαδιά του φτιάχνουμε καλάθια). Ζει πλάι στο νερό – το παιδί μου έχει πλούσιο συναίσθημα – και έχουν γραφτεί πολλά τραγούδια και ιστορίες για αυτό. Στα ελληνικά είναι γένους θηλυκού, αλλά στην αγγλοσαξωνική παράδοση που τόσο αγαπάμε και οι δύο, συχνότερα αναφέρεται ως αρσενικό.

Και το όνομα αυτού: Willow. Will, το υποκοριστικό – που συγχρόνως σημαίνει Βούληση. Για να θυμάμαι ότι πάντα πρέπει να τιμώ τη βούληση των ανθρώπων που αγαπώ…